Η διακήρυξη
της αγιότητας του Διονυσίου Σιγούρου, Αρχιεπισκόπου Αιγίνης το 1703, υπήρξε η αφορμή
να αφιερωθεί ναός σε αυτόν έναν χρόνο αργότερα (1704) στη νότια άκρη της πόλης
της Ζακύνθου, εκεί που βρίσκονταν τα σπίτια του μοναστηριού. Η μεταφορά του άφθαρτου
ιερού Λειψάνου του Αγίου Διονυσίου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο μετά από πειρατική
επιδρομή στις 19 Αυγούστου 1717, ανέδειξε το ναό σε τόπο προσκυνηματικό και επίκεντρο
ιδιαίτερης φροντίδας όλων των Ζακυνθίων ακόμη και σήμερα, εξαιτίας του χαριτόβρυτου ιερού Λειψάνου του πολιούχου
και Προστάτου της νήσου Ζακύνθου. Οι συνεχείς ζημιές, που προκαλούσαν οι κατά καιρούς
σεισμοί, πληγώνοντας ή ισοπεδώνοντας τα κτίσματα της μονής, έδιναν τις αφορμές
για τις ανοικοδομήσεις και τις μεταμορφώσεις του καλλιτεχνικού διακόσμου του ναού
του Αγίου Διονυσίου.
Χορηγοί
σε αυτές τις εργασίες, όπου απαιτούνταν μεγάλα χρηματικά ποσά, βρίσκονταν κυρίως
τα εύπορα μέλη της ζακύνθιας κοινωνίας που ανήκαν στην αριστοκρατική και στη συνέχεια
αστική τάξη, αναλαμβάνοντας κατά διαστήματα την επιτροπεία του ναού ως Κυβερνήτες,
ασκώντας συνήθως εποπτικό διαχειριστικό έλεγχο του ναού και προστατεύοντας τα δικαιώματα
της μονής. Το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό υπόβαθρο των μελών αυτής της κυρίαρχης
κοινωνικής τάξης, επέβαλλε τις αισθητικές αντιλήψεις της στο διάκοσμο των ναών
του Αγίου Διονυσίου, συμπαρασύροντας τις καλλιτεχνικές εξελίξεις, με βλέμμα στραμμένο
πάντα στη Δύση.
Στο διάστημα
1708-1713 κτίστηκε εκ θεμελίων νέος ναός προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου στη θέση
τριών σπιτιών, που είχε αποκτήσει η μονή με αγορές και δωρεές. Ο εσωτερικός στολισμός
φαίνεται πως διήρκεσε αρκετές δεκαετίες, μιας και η οικονομική ένδεια της μονής,
από τους καταστροφικούς σεισμούς και τις ληστρικές επιδρομές δυσχέραιναν την
ολοκλήρωση των εργασιών. Το 1714 είχε κατασκευαστεί το κατώτερο τμήμα του
τέμπλου, το οποίο ολόκληρο θα πρέπει να τελείωσε το 1730. Το 1752 ο τεχνίτης
Νικόλαος Λογοθέτης φαίνεται πως δίνει στο τέμπλο τη σημερινή του μορφή, έτσι
όπως σώζεται στο ναό του Σωτήρα στον Καληπάδο, όπου πουλήθηκε.
Η
σχεδιαστική σύλληψη του τέμπλου είναι μοναδική για τα δεδομένα της Ζακύνθου,
καθώς συνδυάζει μπαρόκ μορφολογικά στοιχεία στις κατώτερες ξυλόγλυπτες ζώνες,
με πυραμίδα σε ύφος ροκοκό, μέσα στην οποία είναι ενταγμένα κυκλικά
ζωγραφισμένα εικονίδια αποδοσμένα δυτικότροπα, από τον χρωστήρα κυρίως του
Νικόλαου Δοξαρά. Η φατσάδα (πρόσοψη)
του τέμπλου εκφράζει ακριβώς την κοσμική αισθητική αντίληψη των εύπορων κυρίως
Ζακυνθίων, που τον 18ο αι. βίωναν την ακμή της πολιτισμικής επιρροής
από το πολιτικό εξουσιαστικό κέντρο, τη Βενετία.
Το 1764,
μετά την επίσημη πολιτική απόφαση για περιαγωγή του ιερού Λειψάνου στην πόλη
της Ζακύνθου την ημέρα της μνήμης του Αγίου Διονυσίου στις 17 Δεκεμβρίου και
την πιθανή ανακήρυξή του από τότε ως Προστάτου της νήσου Ζακύνθου, πάρθηκε η
απόφαση ανοικοδόμησης μεγαλύτερου ναού. Ένα νέο τέμπλο με πρωτοποριακή για την
εποχή του διακόσμηση σκαλίστηκε το 1775, ακολουθώντας τις καλλιτεχνικές
αντιλήψεις της εποχής, με τον ιδιόρρυθμο Ιερέα Νικόλαο Κουτούζη, βασικό
εκφραστή μετά τους Δοξαράδες της νατουραλιστικής τέχνης, να το στολίζει με τις
ελαιογραφίες του. Ο μόνος συνδετικός κρίκος με το παλαιό τέμπλο είναι κυρίως οι
δεσποτικές εικόνες, που παρέμειναν οι ίδιες.
Μετά την
Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864) οι αισθητικές προτιμήσεις, παρά τις
μεμονωμένες αντιστάσεις, άλλαξαν και οι επιφανείς Ζακύνθιοι σπουδάζοντας πλέον
στην Αθήνα και όχι στην Ιταλία, άρχισαν να γίνονται κοινωνοί των καλλιτεχνικών
αθηναϊκών αντιλήψεων, μεταφέροντάς τες αναπόφευκτα και στη Ζάκυνθο.
Με αφορμή
τον καταστροφικό σεισμό του 1893 ξεκίνησαν οι διεργασίες για νέο μεγαλύτερο
ναό. Από το 1898 μέχρι το 1923 μια σειρά επιτροπών δημιουργήθηκε με βασικό
σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων στην αρχή και στη συνέχεια την ανοικοδόμηση του
νέου ναού. Όλες επικυρώθηκαν με Βασιλικά Διατάγματα και είχαν ως Πρόεδρο τον
εκάστοτε Μητροπολίτη Ζακύνθου, με μέλη τον Ηγούμενο της μονής, τον Δήμαρχο και
λοιπά μέλη της αριστοκρατικής και αστικής τάξης.
Πρώτη
μέριμνα υπήρξε το που θα κτιστεί ο νέος ναός. Κατατέθηκαν σκέψεις να γίνει
ακριβώς στην ίδια θέση ή σε άλλο χώρο στην παρακείμενη πλατεία του Λομβάρδου. Τελικά,
επικράτησε η γνώμη να οικοδομηθεί μπροστά από τον παλιό ναό στη βόρεια πλευρά
του, αφού πρώτα γίνει αλλαγή του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, μιας και
χρειαζόταν να γκρεμιστούν αρκετά σπίτια και να μετατοπιστούν δρόμοι.
Δεύτερο
μέλημα ήταν το σχέδιο του ναού. Ο αθηναϊκός αρχιτεκτονικός εκλεκτικισμός
φαίνεται στο πρώτο σχέδιο του νέου ναού από τον Π. Καραθανασόπουλο, συνεργάτη
του Ε. Τσίλλερ και ξενίζει σήμερα η αποδοχή ενός αρχιτεκτονικού τύπου ξένου
προς τη διατηρημένη επτανησιακή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για έναν
τρουλαίο σταυροειδή ναό από σκυρόδεμα με
στοιχεία νεοκλασικά και ρωμανικά, αλλάζοντας για πρώτη φορά τον
αρχιτεκτονικό τύπο των ναών του Αγίου Διονυσίου, που μέχρι τότε ήταν μονόκλιτες
ξυλόστεγες βασιλικές.
Μεγαλύτερη
εντύπωση προκαλεί το δεύτερο σχέδιο του ίδιου αρχιτέκτονα, που χρησιμοποιήθηκε
για χρόνια στη σφραγίδα της Επιτροπής ανεγέρσεως, και προσομοιάζει με την Αγία
Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Άγνωστο σε εμάς σχέδιο κατέθεσε και ο Ε. Τσίλλερ.
Τελικά, μετά από πολύχρονες καθυστερήσεις εξαιτίας του ασταθούς υπεδάφους και
των διεθνών και εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, προτείνεται το 1923 η οριστική
σχεδίαση του νέου ναού από τον Α. Ορλάνδο.
Ο
αρχιτεκτονικός τύπος του ναού επανήλθε στη βασιλική και αποτελεί μέχρι σήμερα το
μεγαλύτερο ναό στη Ζάκυνθο, αντανακλώντας τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον των
Αθηναίων επιστημόνων με τις συνεχείς ανακαλύψεις παλαιοχριστιανικών μνημείων.
Είναι ο πρώτος ναός που κατασκευάστηκε από σκυρόδεμα, με αρκετές μελέτες για τη
θεμελίωση, εξαιτίας του σαθρού υπεδάφους, που είχε δημιουργηθεί από
επιχωματώσεις στην παραλιακή γραμμή της πόλης. Ο πολιτικός μηχανικός Π.
Παρασκευόπουλος και ο αρχιτέκτονας Ε. Στίκας υπήρξαν οι δύο πολύτιμοι
συνεργάτες του Α. Ορλάνδου, που θα συνεισφέρουν στην κατασκευή και στη
διακόσμηση.
Ο
σημερινός ναός του Αγίου Διονυσίου, η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε το 1910 και
εγκαινιάστηκε το 1948, με τη χρησιμοποίηση των καλύτερων Ελλήνων επιστημόνων,
καλλιτεχνών και τεχνικών μέσων εκείνης της εποχής, αποδεικνύει το ανύσταχτο
ενδιαφέρον των Ζακυνθίων για το ναό του Προστάτου τους, με τη μερίδα του
λέοντος να αποδίδεται στη συνεισφορά των ανώνυμων πιστών από όλες τις
κοινωνικές τάξεις, οι οποίοι ως αντίδωρο ευεργεσίας και τιμής προς τον Άγιο
Διονύσιο προσέφεραν και προσφέρουν ποικιλοτρόπως στις λειτουργικές ανάγκες του
ναού. (Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Αρχιμ. Διονυσίου Λυκογιάννη, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2016, αναδημοσίευση στην εφ. Ερμής, φ.11, Ζάκυνθος, 23/8/2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου