Στο αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας στέκει μόνο του σε μια εντέχνως φωτισμένη αίθουσα, προκαλώντας επιφωνήματα θαυμασμού για την ομορφιά και τα συναισθήματα που δημιουργούνται , το περίφημο αγαλμάτινο σύμπλεγμα του Ερμή με τον Διόνυσο. Ο επισκέπτης από μακριά όταν βλέπει το γλυπτό υποψιάζεται και όσο πλησιάζει κυριολεκτικά μεταλαμβάνει τα γεννήματα της εποχής του κλασικισμού, οπού συμπυκνώνονται στη νατουραλιστική, συμμετρική και εύρυθμη απόδοση του ανθρώπινου σώματος. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Πραξιτέλη, του τέταρτου αιώνα π.χ. και αναπαριστά μια στιγμή ανάπαυλας του αγγελιοφόρου Ερμή κατά το ταξίδι του στην κατοικία των Νυμφών της Βοιωτικής Νύσας. Σκοπός του ταξιδιού του να παραδώσει τον μικρό Διόνυσο για να ανατραφεί από αυτές μακριά από την οργή της Ήρας. Στο δεξί χέρι, που δε σώζεται, ο Ερμής κρατάει ένα τσαμπί σταφύλι ενώ ο Διόνυσος σηκώνει προς αυτό το αριστερό του χέρι. Το από παριανό μάρμαρο σύμπλεγμα, που αναφέρεται από τον Παυσανία κατά την επίσκεψή του στην αρχαία Ολυμπία, βρισκόταν την περίοδο εκείνη και μέχρι την εύρεση του το 1877, στο σηκό του ναού της Ήρας. Πιθανότατα καταπλακώθηκε από σεισμό τον 3ο αι. μ.χ. και για αυτό διασώθηκε σχεδόν ακέραιο. Παρά τη μεταγενέστερη επεξεργασία που έχει υποστεί από την αρχαιότητα στην πίσω πλευρά , η στιλπνότητα του μαρμάρου (να σημειώσουμε ότι στην τελική του μορφή ήταν χρωματισμένο με επιχρυσώσεις), η εκφραστικότητα του βλέμματος που ατενίζει με ηρεμία το άπειρο, η σιγμοειδής κλίση του σώματος, που κάνει την κίνηση και την ακινησία να αντιπαλεύουν πια θα επικρατήσει, η απαλή απόδοση των μυών και των μελών του σώματος, δικαίως το κατατάσσουν στα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας γλυπτικής τέχνης.