Ένα βιβλίο μέσα από το οποίο κάποιος επιστημονικά θα μπορούσε σήμερα να δώσει απαντήσεις στο θέμα της μετατροπής του ειδωλολατρικού ναού του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία, αποτελεί η εργασία του αείμνηστου Γρηγόρη Πουλημένου «ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΣΤΟΝ ΛΥΣΑΝΔΡΟ ΚΑΥΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ», αντίτυπο της οποίας μου αφιέρωσε κατά την τελευταία του επίσκεψη στο νησί μας, στο εξοχικό του στη Βόρεια Ζάκυνθο, από την οποία κατάγεται η σύζυγός του Ιωάννα Στουφή-Πουλημένου, επίκουρος καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών.
Είναι πρόδηλο ότι οι χριστιανοί κάτοικοι των Αθηνών, έχοντας ιστορική επίγνωση της καταγωγής τους, όχι μόνον δεν κατέστρεψαν με μανία, όπως κάποιοι για δικούς τους λόγους θέλουν να παρουσιάζουν, τα κτίρια της Ακρόπολης με την καλλιτεχνική τους διακόσμηση, απεναντίας με τη μετατροπή τους από ευχαριστιακούς ναούς σε χριστιανικές εκκλησίες σεβάστηκαν την προτέρα διακόσμηση που παρέπεμπε στο προγονικό τους παρελθόν. Οι επεμβάσεις που έγιναν ήταν μόνον οι αναγκαίες για την προσαρμογή των κτιρίων στις λειτουργικές ανάγκες της νέας θρησκείας. Με τον τρόπο αυτό προστάτεψαν τα κτίρια από την εγκατάλειψη και την ερήμωση στην οποία είχε περιέλθει καιρό προτού γίνει χριστιανική εκκλησία. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε :
Είναι πρόδηλο ότι οι χριστιανοί κάτοικοι των Αθηνών, έχοντας ιστορική επίγνωση της καταγωγής τους, όχι μόνον δεν κατέστρεψαν με μανία, όπως κάποιοι για δικούς τους λόγους θέλουν να παρουσιάζουν, τα κτίρια της Ακρόπολης με την καλλιτεχνική τους διακόσμηση, απεναντίας με τη μετατροπή τους από ευχαριστιακούς ναούς σε χριστιανικές εκκλησίες σεβάστηκαν την προτέρα διακόσμηση που παρέπεμπε στο προγονικό τους παρελθόν. Οι επεμβάσεις που έγιναν ήταν μόνον οι αναγκαίες για την προσαρμογή των κτιρίων στις λειτουργικές ανάγκες της νέας θρησκείας. Με τον τρόπο αυτό προστάτεψαν τα κτίρια από την εγκατάλειψη και την ερήμωση στην οποία είχε περιέλθει καιρό προτού γίνει χριστιανική εκκλησία. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε :
"Το διάταγμα του Θεοδοσίου Β' για την αναστολή της λειτουργίας των ειδωλολατρικών ναών και τον «εξαγνισμό» τους σηματοδότησε το τέλος της λειτουργικής χρήσης του Παρθενώνα ως ιερού. Αυτό έγινε το 438 μ.Χ., οπότε ο ναός σφραγίστηκε και «εξαγνίστηκε» με τη χάραξη του σταυρού. Ειδικός απεσταλμένος του αυτοκράτορα στάλθηκε στην Αθήνα, για να σφραγίσει τους αρχαίους ναούς και να μεταφέρει στο Βυζάντιο τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά έργα. Είναι σήμερα γενικότερα αποδεκτό ότι τα αρχαία ιερά των Αθηνών την εποχή αυτή είχαν ήδη παύσει να λειτουργούν αλλά είχαν μείνει απείραχτα. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, φθάνοντας στην Αθήνα το 429 μ.Χ. από την Κωνσταντινούπολη, ανέβηκε να προσευχηθεί στον Παρθενώνα και τον βρήκε κλειστό, όπως και τα άλλα αρχαία ιερά πολύ πριν τη σφράγιση τους από τον Θεοδόσιο Β'.
Την εποχή αυτή ο Παρθενώνας σωζόταν στην Ακρόπολη σε αρκετά καλή κατάσταση αλλά ήταν ήδη διαφορετικός από τον λαμπρό ναό των κλασσικών χρόνων. Οι αλλαγές που είχαν γίνει σχετίζονταν και με τις καταστροφές του μνημείου στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Καθοριστικό σημείο για το κτίριο υπήρξε η μεγάλη πυρκαϊά, για την οποία οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι συνέβη στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια στο μνημείο και η οποία είχε σημαντικότατες επιπτώσεις σ' αυτό. Η ξύλινη στέγη του ναού κάηκε ολοσχερώς και κατέπεσε σε ερείπια στο εσωτερικό του ναού μαζί με τη μαρμάρινη επικεράμωση που κατέρρευσε σε θραύσματα. Κάηκαν επίσης και τα μεγάλα θυρώματα του ναού. Η εξαιρετικά υψηλή θερμοκρασία που αναπτύχθηκε προκάλεσε βαρύτατες θερμικές θραύσεις στην εσωτερική πλευρά των αετωμάτων, στις εσωτερικές όψεις των τοίχων, σ' όλους τους εσωτερικούς κίονες και σε μεγάλο μέρος των άλλων κιόνων, στις παραστάδες του σηκού, στο θριγκό του πρόναου και του οπισθόναου. Ανάλογες καταστροφές προηγήθηκαν και στα μαρμάρινα φατνώματα, τα οποία συγκροτούσαν την οροφή του πτερού και μάλιστα λόγω της κατάρρευσης του συνόλου της στέγης συμπαρασύρθηκαν και κατέπεσαν στο έδαφος. Η πιθανότερη εκδοχή για το χρόνο αυτής της καταστροφής είναι ότι σχετίζεται με μια γενικότερη καταστροφή της πόλης από εμπρησμούς και συνδέεται με την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., οπότε στην πόλη φαίνεται να προκλήθηκαν ευρύτατες καταστροφές από φωτιά, η οποία δεν υπήρξε καταστροφική μόνο για τον Παρθενώνα.
Η επισκευή του Παρθενώνα αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ιουλιανό (361-363), πράγμα που δείχνει ότι ο Παρθενώνας για εκατόν περίπου χρόνια διετηρείτο σε ερειπιώδη κατάσταση και δεν εχρησιμοποιείτο. Η επισκευή του 4ου αιώνα μ.Χ. περιέλαβε ευρύτατες επεμβάσεις στο εσωτερικό του ναού. Οι ευρύτατες καταστροφές των εσωτερικών κιόνων του ναού απέκλειαν κάθε προοπτική επανάχρησής τους. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε μια νέα εσωτερική δωρική κιονοστοιχία σε δύο ορόφους (δίτονη) με υλικό που προήλθε από τη συστηματική διάλυση δύο όμοιων δωρικών στοών της αρχαίας αγοράς. Με υλικό της ίδιας προέλευσης ανακατασκευάστηκε και το δυτικό θύρωμα του ναού που είχε καταστραφεί πλήρως. Στο κτίριο έγινε ευρύτατη χρήση επενδύσεων με μαρμάρινες πλάκες ή οι επιφάνειες επιχρίστηκαν με κονιάματα. Για την εξασφάλιση της σταθερότητας των παραπάνω επεμβάσεων πραγματοποιήθηκαν απολαξεύσεις των επιφανειών και εξοπλισμός με σιδηρές καρφίδες. Η νέα στέγη που κατασκευάστηκε κάλυψε μόνο το σηκό. Ήταν ξύλινη όπως η παλιά αλλά είχε μεγαλύτερη κλίση και η επικάλυψή της συνεκροτείτο από πήλινα κεραμίδια και δεν ήταν μαρμάρινη. Έτσι τα πτερά του ναού μετατράπηκαν σε υπαίθριο χώρο, στον οποίο μόνο σημειακά διετηρείτο η αρχαία μαρμάρινη οροφή, όπου δεν είχε καταρρεύσει ή καθαιρεθεί λόγω επικινδυνότητας από τις βαριές θερμικές βλάβες που είχε υποστεί. Στα πλαίσια της επισκευής θα πρέπει το μεγάλο άγαλμα της θεάς Αθηνάς να αντικαταστάθηκε από ένα νέο. Η επιδιόρθωση του ναού του 4ου αιώνα απέδωσε ένα κτίσμα σε λειτουργική χρήση στην αρχαία λατρεία αρκετά διαφορετικό στο σύνολο και στις λεπτομέρειες από αυτό του κλασσικού Παρθενώνα που μετατράπηκε από ευχαριστιακό ανάθημα σε λατρευτικό χώρο.Όταν εξήντα χρόνια αργότερα ο Πρόκλος ανέβηκε στην Ακρόπολη, ο νέος αυτός ναός της Παλλάδος δεν λειτουργούσε εκ των πραγμάτων, πιθανότατα λόγω της απαγόρευσης της δημόσιας εθνικής λατρείας, θα παρέμενε όμως εκεί με τη μορφή του αρχαίου ιερού για εκατόν και πλέον ακόμα χρόνια μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού (527-565), οπότε θα έπαιρνε τη μορφή του χριστιανικού Παρθενώνα.
Η μετατροπή του χριστιανικού Παρθενώνα.
Στα μέσα του 6°" μ.Χ. αιώνα ο Παρθενώνας δεν ήταν ίδιος με αυτόν της κλασσικής εποχής. Η καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαϊά και η εν συνεχεία ανάπλασή του από τον Ιουλιανό είχαν αποδώσει ένα μνημείο σημαντικά διαφορετικό από αυτό της κλασσικής εποχής. Η εκτός λειτουργίας παραμονή του για εκατόν πενήντα περίπου χρόνια οπωσδήποτε το εξέθετε στους δομικούς κινδύνους που περιβάλλουν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Πολύ εύστοχα, παρατηρεί ο Μανώλης Κορρές ότι «η μετατροπή του ναού σε εκκλησία υπήρξε παράγων γενικά θετικός για την περαιτέρω διατήρηση του μνημείου». Η αλλαγή πάντως της λειτουργικής χρήσης του μνημείου κατέστησε αναπόφευκτες ορισμένες αλλαγές που, αν και περιορισμένες, άλλαξαν ακόμη περισσότερο την παρουσία του στο χώρο. Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του ναού της Παλλάδος σε χριστιανικό ναό δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη επακριβώς. Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες είναι εκείνες που προέρχονται από τις εκατοντάδες χαραγμένες επιγραφές και σύμβολα στους τοίχους και στους κίονες της περιστάσεως. Στο μνημείο αυτό της ιστορίας της πόλεως των Αθηνών, το «λίθινο χρονικό», όπως ονομάστηκε, ο Παρθενώνας εμφανίζεται ήδη στα μέσα του 6"" μ.Χ αιώνα να είναι ήδη χριστιανική εκκλησία. Αποδίδεται λοιπόν η μετατροπή του στο μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού που εξελισσόταν την εποχή εκείνη σ' όλη την αυτοκρατορία, στα πλαίσια της προσπάθειας για την ανάκαμψη και εξασφάλιση της επιβίωσής της.
Το κτιριολογικό πρόγραμμα της μετατροπής του Παρθενώνα στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η μορφή του αρχαίου ναού διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση των νέων χρήσεων της χριστιανικής βασιλικής. Προς αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν οι προσπάθειες των αρχιτεκτόνων.
Πρόβλημα δημιουργήθηκε με τον προσανατολισμό του ναού. Ο αρχαίος ναός, όπως όλα τα αρχαία ιερά, είχε την είσοδο του ανατολικά. Στη χριστιανική εκκλησία η είσοδος έπρεπε να βρίσκεται δυτικά, ενώ η αψίδα του ιερού Βήματος στο ανατολικό άκρο του ναού. Έπρεπε λοιπόν να αναστραφεί η πρόσβαση στο σηκό. Παράλληλα ο χώρος έπρεπε να μεταπλαστεί από αυτόν ενός «ναού» σε «εκκλησία», δηλαδή έπρεπε να μετατραπεί από αυτόν ενός χώρου προορισμένου για τη στέγαση και την αισθητική ανάδειξη ενός λατρευτικού συμβόλου, στην προκειμένη περίπτωση του αγάλματος της Παλλάδος Αθηνάς, σε χώρο συγκέντρωσης πιστών και τέλεσης θρησκευτικών δρωμένων των πιστών της χριστιανικής εκκλησίας που στα μέσα του 6ου αιώνα είχε παγιωθεί στον αρχιτεκτονικό τύπο της χριστιανικής ξυλόστεγης βασιλικής.
Όσον αφορά το πρόβλημα της προσβασιμότητας η κύρια είσοδος του ναού έγινε πλέον η είσοδος οπισθόναου στη δυτική στενή πλευρά του ναού. Αντίθετα η ανατολική είσοδος, που αποτελούσε την αρχαία πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού, έπαυσε να υφίσταται. Το άνοιγμά της αξιοποιήθηκε, για να κατασκευαστεί η αψίδα του ιερού Βήματος του χριστιανικού ναού. Η αψίδα αυτή ήταν ημικυκλική με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από το άνοιγμα της παλιάς θύρας του ναού. Ήταν κτισμένη από λίθους από αρχαία μνημεία. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα σήμερα τα άλλα χαρακτηριστικά της αψίδας αυτής όπως π.χ. το ύψος της, ο τρόπος στέγασής της, ο αριθμός των παραθύρων. Μόνο υποθέσεις είναι δυνατόν να γίνουν που στηρίζονται στη γνώση μας για την άρθρωση των αψίδων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η αψίδα αυτή διέθετε τρία παράθυρα και στέγαση τεταρτοκυκλίου στο ύψος περίπου του ανωφλίου της αρχαίας εισόδου, όπου πιθανότατα είχε διαμορφωθεί ένα αψιδωτό ανώφλι. Ο αρχικός ναός διέθετε στο εσωτερικό του, όπως προείπαμε, μια διώροφη δωρική τοξοστοιχία σε σχήμα Π, που είχε καθαρά ρόλο ανάδειξης του αγάλματος της θεάς. Η ύπαρξη αυτής της στοάς διευκόλυνε την τρίκλιτη διάταξη του χώρου στα πρότυπα των χριστιανικών βασιλικών που αξιοποιήθηκε κατάλληλα για τη μετατροπή του ναού σε εκκλησία. Η στοά αυτή διατηρήθηκε ως είχε με την προσθήκη ενός ξύλινου πατώματος στη στάθμη του ορόφου της πάνω από τα πλάγια κλίτη, ώστε να δημιουργηθούν υπερώα. Το πάτωμα αυτό στηριζόταν αφενός στη στοά και αφετέρου σε πλίνθινο τοίχο που είχε κτιστεί εσωτερικά σε επαφή με τους πλάγιους τοίχους του σηκού μέχρι το ύψος του ορόφου. Πιθανότατα για λόγους εξυπηρέτησης τελετουργικών πομπικών κινήσεων, κρίθηκε απαραίτητη η αφαίρεση του κεντρικού κίονα στην εγκάρσια κιονοστοιχία και η αντικατάσταση του από την κατασκευή ενός θριαμβευτικού τόξου. Έτσι η πλευρά αυτή πήρε στο ισόγειο τη μορφή ενός τριβήλου ανοίγματος, μορφή συνηθισμένη στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Για τη στέγαση του χώρου αυτού έγιναν σημειακές διευθετήσεις στην υπάρχουσα στέγαση, ώστε να ανοιχθούν από τρία παράθυρα σε κάθε πλευρά του ναού. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν σε κάθε πλευρά τρεις ολόκληροι λίθοι της ζωφόρου και απολαξεύθηκε στα σημεία αυτά το υπερκείμενο τμήμα της θράνου και της επίτοιχης δοκού. Παράλληλα αμέσως ψηλότερα κατασκευάστηκε στον τοίχο της στέγης αψιδωτή απόληξη του κάθε ανοίγματος που κατέληγε σε αετωματική κορύφωση. Με την κατάλληλη διευθέτηση στα σημεία αυτά της στέγασης κατέστη με τον τρόπο αυτό δυνατή η δημιουργία ενός στοιχειώδους φωταγωγού για το φωτισμό του κυρίως ναού. 0 φωτισμός αυτός ενισχυόταν από το υπάρχον αρχαίο παράθυρο δεξιά της αψίδας του ιερού Βήματος και από ένα άλλο όμοιό του που διανοίχθηκε ανατολικά της αψίδας. 0 φωτισμός γενικά στο εσωτερικό του ναού υπολειπόταν σημαντικά του συνηθισμένου φωτισμού στις βασιλικές της εποχής. Πρέπει να δεχθούμε ότι στο εσωτερικό του χριστιανικού Παρθενώνα επικρατούσε ημίφως.
Δεδομένου ότι η πρόσβαση στην εκκλησία γινόταν, όπως προαναφέραμε, από τη δυτική είσοδο του οπισθόδομου, ήταν αναγκαίο να δημιουργηθούν θύρες επικοινωνίας μεταξύ του δυτικού διαμερίσματος του σηκού και του κυρίως ναού. Τρεις θύρες ανοίχθηκαν στον ενδιάμεσο τοίχο, η κεντρική λίγο φαρδύτερη από τις πλάγιες, που αντιστοιχούσαν στα τρία κλίτη του κυρίως ναού. Στο δυτικό τετράστυλο διαμέρισμα του σηκού δεν έγιναν άλλες δομικές αλλαγές εκτός από τη διάνοιξη δύο μικρών πλάγιων θυρών. Η περίσταση παρέμεινε στο χώρο να περιβάλλει τον αρχαίο σηκό, που είχε πλέον μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική, όπως στην τελευταία φάση του εθνικού Παρθενώνα.
Τα μετακιόνια διαστήματα φράχθηκαν με ψηλή τοιχοποιία, ώστε να δημιουργηθεί στη θέση του αρχαίου πτερού ένας αύλειος χώρος που περιέβαλλε την εκκλησία, ενώ θυρώματα στο δυτικό τμήμα του ναού επέτρεπαν την πρόσβαση από το εξωτερικό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο χώρος αυτός συνδεόταν με κάποια από τις λειτουργικές χρήσεις που εξυπηρετούνταν στα παλαιοχριστιανικά αίθρια, αν και από τους ερευνητές του αποδίδεται αυτή η χρήση. Αντίθετα η απευθείας επαφή του κυρίως ναού του χριστιανικού Παρθενώνα με τον περιμετρικό αύλειο χώρο μέσω των πλαγίων εισόδων του σηκού μάλλον απομακρύνει την πιθανότητα να εχρησιμοποιείτο ως αίθριο. Η ύπαρξη αιθρίου τόσο στον χριστιανικό Παρθενώνα όσο και στο Ερεχθείο μάλλον δεν ήταν απαραίτητη την εποχή αυτή, δεδομένου ότι το σύνολο των κτισμάτων του Ιερού Βράχου είχε αποκτήσει κάποια χρήση σχετική με τη χριστιανική λατρεία, οπότε όλος ο υπαίθριος χώρος λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο αίθριο.
Διευθετήσεις έγιναν και για την προσθήκη στοιχείων εξοπλισμού για την εξυπηρέτηση των νέων λειτουργικών χρήσεων του ναού. Η υπερύψωση του δαπέδου του ναού στο ανατολικό τμήμα του μεσαίου κλίτους μέχρι το μήκος του δευτέρου κίονα προσδιορίζει και το περίγραμμα του παλαιοχριστιανικού ιερού Βήματος. Το μικρό σχετικά άνοιγμα της παλαιοχριστιανικής αψίδας, τμήμα της οποίας διετίθετο οπωσδήποτε για τη διαμόρφωση του συνθρόνου, αποκλείει την τοποθέτηση της Αγίας Τράπεζας στο περίγραμμα της αψίδας. Η παλαιοχριστιανική Αγία Τράπεζα πρέπει να βρισκόταν στο χώρο του ιερού Βήματος στο κεντρικό κλίτος του ναού. Τα διάστυλα μεταξύ των εσωτερικών κιόνων φράζονταν με χαμηλά διαφράγματα πέραν του χώρου του ιερού Βήματος, τουλάχιστον μέχρι τον έβδομο από ανατολάς κίονα. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται εγκάρσιο διάφραγμα να διακόπτει τη συνέχεια του χώρου στο κεντρικό κλίτος. Δημιουργείται έτσι ένα είδος ευρύτατου σολέα έξω από το ιερό Βήμα που μας θυμίζει ανάλογες διατάξεις βασιλικών της Αιγύπτου.Ο περίφρακτος αυτός χώρος καταλαμβάνει τα 2/3 περίπου του μήκους του κεντρικού κλίτους του ναού πέραν του χώρου του ιερού Βήματος. Στο χώρο αυτό βρισκόταν και ο άμβωνας του χριστιανικού Παρθενώνα. Ιδιαίτερης προσοχής αξίζει η διευθέτηση που έγινε στο μέσο της εγκάρσιας στοάς στον κυρίως ναό, όπου αφαιρέθηκε ο κεντρικός κίονας στο ισόγειο και αντικαταστάθηκε από μια θριαμβευτική αψίδα. Η διατήρηση του αντίστοιχου αξονικού κίονα στον όροφο δημιούργησε μια κατασκευή που εντυπωσίαζε τον επισκέπτη του χριστιανικού Παρθενώνα και δεν ήταν από τις απλούστερες τεχνικά. Παράλληλα η χρησιμοποίηση παρόμοιων αψιδωμάτων στην παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική είχε σχέση με τον τονισμό πομπικών κινήσεων ή την επισήμανση σημαντικών λειτουργικά χώρων. Η θριαμβευτική αυτή λοιπόν κατασκευή δημιουργήθηκε για να διευκολύνει και ταυτόχρονα να επισημάνει τον άξονα των δύο πομπικών εισόδων κατά τη θεία λειτουργία. 0 χώρος λοιπόν αφετηρίας των εισόδων στον παλαιοχριστιανικό Παρθενώνα βρισκόταν εκτός του κυρίως ναού, πιθανότατα στο χώρο του τετράστυλου αρχαίου οπισθόδομου, όπου πιθανόν κάποιο τμήμα του χώρου να είχε διευθετηθεί σε χώρο πρόθεσης και διακονικού.
Στο δυτικό τετράστυλο τμήμα του αρχαίου σηκού και στη βορειοδυτική γωνία του διευθετήθηκε με διαφράγματα χώρος που χρησιμοποιήθηκε σαν βαπτιστήριο. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό γινόταν από δύο εισόδους τοποθετημένες κατάλληλα, ώστε να διευκολύνονται οι τελετουργικές κινήσεις γύρω από την ορθογώνια κολυμβήθρα στο μέσον του χώρου. Στον τετράστυλο αυτό χώρο αποδίδεται η λειτουργική χρήση του νάρθηκα. 0 χώρος θυμίζει περισσότερο τις μεταγενέστερες ευρύχωρες λιτές των μοναστηριακών βασιλικών παρά τους παλαιοχριστιανικούς νάρθηκες. Οι λιτές πάλι εξυπηρετούσαν τελείως διαφορετικά λειτουργικά δεδομένα, άγνωστα στα μέσα του 5ου αιώνα. Οι έξι θύρες που ανοίγονται σε όλες τις πλευρές του χώρου παρέχουν ευρύτατες δυνατότητες πρόσβασης σ' αυτόν πολύ πέραν από αυτές που παρατηρούνται στους νάρθηκες των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Οι λειτουργίες που διαπιστώθηκαν στο χώρο αυτό, π.χ. αυτή του βαπτιστηρίου, συνδέονται όμως συνήθως με τη λειτουργία του παλαιοχριστιανικού αιθρίου που δεν διαθέτει ο χριστιανικός Παρθενώνας.
0 τετράστυλος χώρος του οπισθόδομου αποτέλεσε μια ιδιαιτερότητα του χριστιανικού Παρθενώνα. 0 χώρος αυτός, που δεν πληροί απόλυτα τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του χριστιανικού αιθρίου και του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα, προσεγγίζει περισσότερο αυτά του περιορισμένου «Αtrium» της ρωμαϊκής κατοικίας. Στο «Αtrium» αυτό του χριστιανικού Παρθενώνα εξυπηρετήθηκαν οπωσδήποτε λειτουργίες που είχαν σχέσεις με το αίθριο των βασιλικών και πιθανότατα με αυτές του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα.
Αξιοσημείωτο εξάλλου είναι το γεγονός ότι με τις διευθετήσεις που έγιναν στο κτίριο, για να υποδεχθεί τις χριστιανικές χρήσεις, δημιουργείται ένας κεντρικός άξονας πορείας που ξεκινά από το κεντρικό θύρωμα της αυλής και συνεχίζει με τη δυτική πύλη του «Αtrium», την πύλη του κυρίως ναού, τη θριαμβευτική αψίδα του «τριβήλου», την Ωραία Πύλη του ιερού Βήματος και καταλήγει στο σύνθρονο στην αψίδα του ιερού Βήματος. 0 άξονας αυτός επιτρέπει μια απρόσκοπτη πορεία από το εξωτερικό της εκκλησίας μέχρι το ιερότερο σημείο της, την Αγία Τράπεζα, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Η ύπαρξη πολυπληθούς σώματος κατηχουμένων και η ιδιαίτερη λειτουργική μεταχείρησή του από την εκκλησία είχαν καθιερώσει την τεθλασμένη πορεία του από την εξωτερική είσοδο μέχρι την Αγία Τράπεζα στα συγκροτήματα των παλαιοχριστιανικών ναών.
Με όλες τις παραπάνω διευθετήσεις ο Παρθενώνας έγινε χριστιανική εκκλησία. Αν εξαιρέσουμε τον τοίχο που έφραζε τα διάστυλα της περίστασης, ώστε να δημιουργηθεί ο αύλειος χώρος γύρω από το σηκό, όλες οι άλλες παρεμβάσεις, όπως και στη μετασκευή του Ιουλιανού, έγιναν στο σηκό του ναού και απέβλεπαν να τον αποδώσουν στη μορφή μιας τρίκλιτης βασιλικής, για να εξυπηρετούνται οι λατρευτικές ανάγκες στη νέα χρήση. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν περιορισμένες και παρέχουν την αίσθηση ότι προσαρμόστηκαν στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική οργάνωση του σηκού. Αυτή η στάση των ανακαινιστών ήταν σημαντική, γιατί βοήθησε να διατηρηθούν και να διασωθούν κατά χώραν σχεδόν όλα τα δομικά στοιχεία της αρχαίας τέχνης στο ναό και το σύνολο του σωζόμενου κατά χώραν την εποχή της μετασκευής ανεικονικού γλυπτού διακόσμου.
Την εποχή αυτή ο Παρθενώνας σωζόταν στην Ακρόπολη σε αρκετά καλή κατάσταση αλλά ήταν ήδη διαφορετικός από τον λαμπρό ναό των κλασσικών χρόνων. Οι αλλαγές που είχαν γίνει σχετίζονταν και με τις καταστροφές του μνημείου στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Καθοριστικό σημείο για το κτίριο υπήρξε η μεγάλη πυρκαϊά, για την οποία οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι συνέβη στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια στο μνημείο και η οποία είχε σημαντικότατες επιπτώσεις σ' αυτό. Η ξύλινη στέγη του ναού κάηκε ολοσχερώς και κατέπεσε σε ερείπια στο εσωτερικό του ναού μαζί με τη μαρμάρινη επικεράμωση που κατέρρευσε σε θραύσματα. Κάηκαν επίσης και τα μεγάλα θυρώματα του ναού. Η εξαιρετικά υψηλή θερμοκρασία που αναπτύχθηκε προκάλεσε βαρύτατες θερμικές θραύσεις στην εσωτερική πλευρά των αετωμάτων, στις εσωτερικές όψεις των τοίχων, σ' όλους τους εσωτερικούς κίονες και σε μεγάλο μέρος των άλλων κιόνων, στις παραστάδες του σηκού, στο θριγκό του πρόναου και του οπισθόναου. Ανάλογες καταστροφές προηγήθηκαν και στα μαρμάρινα φατνώματα, τα οποία συγκροτούσαν την οροφή του πτερού και μάλιστα λόγω της κατάρρευσης του συνόλου της στέγης συμπαρασύρθηκαν και κατέπεσαν στο έδαφος. Η πιθανότερη εκδοχή για το χρόνο αυτής της καταστροφής είναι ότι σχετίζεται με μια γενικότερη καταστροφή της πόλης από εμπρησμούς και συνδέεται με την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., οπότε στην πόλη φαίνεται να προκλήθηκαν ευρύτατες καταστροφές από φωτιά, η οποία δεν υπήρξε καταστροφική μόνο για τον Παρθενώνα.
Η επισκευή του Παρθενώνα αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ιουλιανό (361-363), πράγμα που δείχνει ότι ο Παρθενώνας για εκατόν περίπου χρόνια διετηρείτο σε ερειπιώδη κατάσταση και δεν εχρησιμοποιείτο. Η επισκευή του 4ου αιώνα μ.Χ. περιέλαβε ευρύτατες επεμβάσεις στο εσωτερικό του ναού. Οι ευρύτατες καταστροφές των εσωτερικών κιόνων του ναού απέκλειαν κάθε προοπτική επανάχρησής τους. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε μια νέα εσωτερική δωρική κιονοστοιχία σε δύο ορόφους (δίτονη) με υλικό που προήλθε από τη συστηματική διάλυση δύο όμοιων δωρικών στοών της αρχαίας αγοράς. Με υλικό της ίδιας προέλευσης ανακατασκευάστηκε και το δυτικό θύρωμα του ναού που είχε καταστραφεί πλήρως. Στο κτίριο έγινε ευρύτατη χρήση επενδύσεων με μαρμάρινες πλάκες ή οι επιφάνειες επιχρίστηκαν με κονιάματα. Για την εξασφάλιση της σταθερότητας των παραπάνω επεμβάσεων πραγματοποιήθηκαν απολαξεύσεις των επιφανειών και εξοπλισμός με σιδηρές καρφίδες. Η νέα στέγη που κατασκευάστηκε κάλυψε μόνο το σηκό. Ήταν ξύλινη όπως η παλιά αλλά είχε μεγαλύτερη κλίση και η επικάλυψή της συνεκροτείτο από πήλινα κεραμίδια και δεν ήταν μαρμάρινη. Έτσι τα πτερά του ναού μετατράπηκαν σε υπαίθριο χώρο, στον οποίο μόνο σημειακά διετηρείτο η αρχαία μαρμάρινη οροφή, όπου δεν είχε καταρρεύσει ή καθαιρεθεί λόγω επικινδυνότητας από τις βαριές θερμικές βλάβες που είχε υποστεί. Στα πλαίσια της επισκευής θα πρέπει το μεγάλο άγαλμα της θεάς Αθηνάς να αντικαταστάθηκε από ένα νέο. Η επιδιόρθωση του ναού του 4ου αιώνα απέδωσε ένα κτίσμα σε λειτουργική χρήση στην αρχαία λατρεία αρκετά διαφορετικό στο σύνολο και στις λεπτομέρειες από αυτό του κλασσικού Παρθενώνα που μετατράπηκε από ευχαριστιακό ανάθημα σε λατρευτικό χώρο.Όταν εξήντα χρόνια αργότερα ο Πρόκλος ανέβηκε στην Ακρόπολη, ο νέος αυτός ναός της Παλλάδος δεν λειτουργούσε εκ των πραγμάτων, πιθανότατα λόγω της απαγόρευσης της δημόσιας εθνικής λατρείας, θα παρέμενε όμως εκεί με τη μορφή του αρχαίου ιερού για εκατόν και πλέον ακόμα χρόνια μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού (527-565), οπότε θα έπαιρνε τη μορφή του χριστιανικού Παρθενώνα.
Η μετατροπή του χριστιανικού Παρθενώνα.
Στα μέσα του 6°" μ.Χ. αιώνα ο Παρθενώνας δεν ήταν ίδιος με αυτόν της κλασσικής εποχής. Η καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαϊά και η εν συνεχεία ανάπλασή του από τον Ιουλιανό είχαν αποδώσει ένα μνημείο σημαντικά διαφορετικό από αυτό της κλασσικής εποχής. Η εκτός λειτουργίας παραμονή του για εκατόν πενήντα περίπου χρόνια οπωσδήποτε το εξέθετε στους δομικούς κινδύνους που περιβάλλουν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Πολύ εύστοχα, παρατηρεί ο Μανώλης Κορρές ότι «η μετατροπή του ναού σε εκκλησία υπήρξε παράγων γενικά θετικός για την περαιτέρω διατήρηση του μνημείου». Η αλλαγή πάντως της λειτουργικής χρήσης του μνημείου κατέστησε αναπόφευκτες ορισμένες αλλαγές που, αν και περιορισμένες, άλλαξαν ακόμη περισσότερο την παρουσία του στο χώρο. Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του ναού της Παλλάδος σε χριστιανικό ναό δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη επακριβώς. Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες είναι εκείνες που προέρχονται από τις εκατοντάδες χαραγμένες επιγραφές και σύμβολα στους τοίχους και στους κίονες της περιστάσεως. Στο μνημείο αυτό της ιστορίας της πόλεως των Αθηνών, το «λίθινο χρονικό», όπως ονομάστηκε, ο Παρθενώνας εμφανίζεται ήδη στα μέσα του 6"" μ.Χ αιώνα να είναι ήδη χριστιανική εκκλησία. Αποδίδεται λοιπόν η μετατροπή του στο μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού που εξελισσόταν την εποχή εκείνη σ' όλη την αυτοκρατορία, στα πλαίσια της προσπάθειας για την ανάκαμψη και εξασφάλιση της επιβίωσής της.
Το κτιριολογικό πρόγραμμα της μετατροπής του Παρθενώνα στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η μορφή του αρχαίου ναού διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση των νέων χρήσεων της χριστιανικής βασιλικής. Προς αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν οι προσπάθειες των αρχιτεκτόνων.
Πρόβλημα δημιουργήθηκε με τον προσανατολισμό του ναού. Ο αρχαίος ναός, όπως όλα τα αρχαία ιερά, είχε την είσοδο του ανατολικά. Στη χριστιανική εκκλησία η είσοδος έπρεπε να βρίσκεται δυτικά, ενώ η αψίδα του ιερού Βήματος στο ανατολικό άκρο του ναού. Έπρεπε λοιπόν να αναστραφεί η πρόσβαση στο σηκό. Παράλληλα ο χώρος έπρεπε να μεταπλαστεί από αυτόν ενός «ναού» σε «εκκλησία», δηλαδή έπρεπε να μετατραπεί από αυτόν ενός χώρου προορισμένου για τη στέγαση και την αισθητική ανάδειξη ενός λατρευτικού συμβόλου, στην προκειμένη περίπτωση του αγάλματος της Παλλάδος Αθηνάς, σε χώρο συγκέντρωσης πιστών και τέλεσης θρησκευτικών δρωμένων των πιστών της χριστιανικής εκκλησίας που στα μέσα του 6ου αιώνα είχε παγιωθεί στον αρχιτεκτονικό τύπο της χριστιανικής ξυλόστεγης βασιλικής.
Όσον αφορά το πρόβλημα της προσβασιμότητας η κύρια είσοδος του ναού έγινε πλέον η είσοδος οπισθόναου στη δυτική στενή πλευρά του ναού. Αντίθετα η ανατολική είσοδος, που αποτελούσε την αρχαία πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού, έπαυσε να υφίσταται. Το άνοιγμά της αξιοποιήθηκε, για να κατασκευαστεί η αψίδα του ιερού Βήματος του χριστιανικού ναού. Η αψίδα αυτή ήταν ημικυκλική με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από το άνοιγμα της παλιάς θύρας του ναού. Ήταν κτισμένη από λίθους από αρχαία μνημεία. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα σήμερα τα άλλα χαρακτηριστικά της αψίδας αυτής όπως π.χ. το ύψος της, ο τρόπος στέγασής της, ο αριθμός των παραθύρων. Μόνο υποθέσεις είναι δυνατόν να γίνουν που στηρίζονται στη γνώση μας για την άρθρωση των αψίδων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η αψίδα αυτή διέθετε τρία παράθυρα και στέγαση τεταρτοκυκλίου στο ύψος περίπου του ανωφλίου της αρχαίας εισόδου, όπου πιθανότατα είχε διαμορφωθεί ένα αψιδωτό ανώφλι. Ο αρχικός ναός διέθετε στο εσωτερικό του, όπως προείπαμε, μια διώροφη δωρική τοξοστοιχία σε σχήμα Π, που είχε καθαρά ρόλο ανάδειξης του αγάλματος της θεάς. Η ύπαρξη αυτής της στοάς διευκόλυνε την τρίκλιτη διάταξη του χώρου στα πρότυπα των χριστιανικών βασιλικών που αξιοποιήθηκε κατάλληλα για τη μετατροπή του ναού σε εκκλησία. Η στοά αυτή διατηρήθηκε ως είχε με την προσθήκη ενός ξύλινου πατώματος στη στάθμη του ορόφου της πάνω από τα πλάγια κλίτη, ώστε να δημιουργηθούν υπερώα. Το πάτωμα αυτό στηριζόταν αφενός στη στοά και αφετέρου σε πλίνθινο τοίχο που είχε κτιστεί εσωτερικά σε επαφή με τους πλάγιους τοίχους του σηκού μέχρι το ύψος του ορόφου. Πιθανότατα για λόγους εξυπηρέτησης τελετουργικών πομπικών κινήσεων, κρίθηκε απαραίτητη η αφαίρεση του κεντρικού κίονα στην εγκάρσια κιονοστοιχία και η αντικατάσταση του από την κατασκευή ενός θριαμβευτικού τόξου. Έτσι η πλευρά αυτή πήρε στο ισόγειο τη μορφή ενός τριβήλου ανοίγματος, μορφή συνηθισμένη στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Για τη στέγαση του χώρου αυτού έγιναν σημειακές διευθετήσεις στην υπάρχουσα στέγαση, ώστε να ανοιχθούν από τρία παράθυρα σε κάθε πλευρά του ναού. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν σε κάθε πλευρά τρεις ολόκληροι λίθοι της ζωφόρου και απολαξεύθηκε στα σημεία αυτά το υπερκείμενο τμήμα της θράνου και της επίτοιχης δοκού. Παράλληλα αμέσως ψηλότερα κατασκευάστηκε στον τοίχο της στέγης αψιδωτή απόληξη του κάθε ανοίγματος που κατέληγε σε αετωματική κορύφωση. Με την κατάλληλη διευθέτηση στα σημεία αυτά της στέγασης κατέστη με τον τρόπο αυτό δυνατή η δημιουργία ενός στοιχειώδους φωταγωγού για το φωτισμό του κυρίως ναού. 0 φωτισμός αυτός ενισχυόταν από το υπάρχον αρχαίο παράθυρο δεξιά της αψίδας του ιερού Βήματος και από ένα άλλο όμοιό του που διανοίχθηκε ανατολικά της αψίδας. 0 φωτισμός γενικά στο εσωτερικό του ναού υπολειπόταν σημαντικά του συνηθισμένου φωτισμού στις βασιλικές της εποχής. Πρέπει να δεχθούμε ότι στο εσωτερικό του χριστιανικού Παρθενώνα επικρατούσε ημίφως.
Δεδομένου ότι η πρόσβαση στην εκκλησία γινόταν, όπως προαναφέραμε, από τη δυτική είσοδο του οπισθόδομου, ήταν αναγκαίο να δημιουργηθούν θύρες επικοινωνίας μεταξύ του δυτικού διαμερίσματος του σηκού και του κυρίως ναού. Τρεις θύρες ανοίχθηκαν στον ενδιάμεσο τοίχο, η κεντρική λίγο φαρδύτερη από τις πλάγιες, που αντιστοιχούσαν στα τρία κλίτη του κυρίως ναού. Στο δυτικό τετράστυλο διαμέρισμα του σηκού δεν έγιναν άλλες δομικές αλλαγές εκτός από τη διάνοιξη δύο μικρών πλάγιων θυρών. Η περίσταση παρέμεινε στο χώρο να περιβάλλει τον αρχαίο σηκό, που είχε πλέον μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική, όπως στην τελευταία φάση του εθνικού Παρθενώνα.
Τα μετακιόνια διαστήματα φράχθηκαν με ψηλή τοιχοποιία, ώστε να δημιουργηθεί στη θέση του αρχαίου πτερού ένας αύλειος χώρος που περιέβαλλε την εκκλησία, ενώ θυρώματα στο δυτικό τμήμα του ναού επέτρεπαν την πρόσβαση από το εξωτερικό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο χώρος αυτός συνδεόταν με κάποια από τις λειτουργικές χρήσεις που εξυπηρετούνταν στα παλαιοχριστιανικά αίθρια, αν και από τους ερευνητές του αποδίδεται αυτή η χρήση. Αντίθετα η απευθείας επαφή του κυρίως ναού του χριστιανικού Παρθενώνα με τον περιμετρικό αύλειο χώρο μέσω των πλαγίων εισόδων του σηκού μάλλον απομακρύνει την πιθανότητα να εχρησιμοποιείτο ως αίθριο. Η ύπαρξη αιθρίου τόσο στον χριστιανικό Παρθενώνα όσο και στο Ερεχθείο μάλλον δεν ήταν απαραίτητη την εποχή αυτή, δεδομένου ότι το σύνολο των κτισμάτων του Ιερού Βράχου είχε αποκτήσει κάποια χρήση σχετική με τη χριστιανική λατρεία, οπότε όλος ο υπαίθριος χώρος λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο αίθριο.
Διευθετήσεις έγιναν και για την προσθήκη στοιχείων εξοπλισμού για την εξυπηρέτηση των νέων λειτουργικών χρήσεων του ναού. Η υπερύψωση του δαπέδου του ναού στο ανατολικό τμήμα του μεσαίου κλίτους μέχρι το μήκος του δευτέρου κίονα προσδιορίζει και το περίγραμμα του παλαιοχριστιανικού ιερού Βήματος. Το μικρό σχετικά άνοιγμα της παλαιοχριστιανικής αψίδας, τμήμα της οποίας διετίθετο οπωσδήποτε για τη διαμόρφωση του συνθρόνου, αποκλείει την τοποθέτηση της Αγίας Τράπεζας στο περίγραμμα της αψίδας. Η παλαιοχριστιανική Αγία Τράπεζα πρέπει να βρισκόταν στο χώρο του ιερού Βήματος στο κεντρικό κλίτος του ναού. Τα διάστυλα μεταξύ των εσωτερικών κιόνων φράζονταν με χαμηλά διαφράγματα πέραν του χώρου του ιερού Βήματος, τουλάχιστον μέχρι τον έβδομο από ανατολάς κίονα. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται εγκάρσιο διάφραγμα να διακόπτει τη συνέχεια του χώρου στο κεντρικό κλίτος. Δημιουργείται έτσι ένα είδος ευρύτατου σολέα έξω από το ιερό Βήμα που μας θυμίζει ανάλογες διατάξεις βασιλικών της Αιγύπτου.Ο περίφρακτος αυτός χώρος καταλαμβάνει τα 2/3 περίπου του μήκους του κεντρικού κλίτους του ναού πέραν του χώρου του ιερού Βήματος. Στο χώρο αυτό βρισκόταν και ο άμβωνας του χριστιανικού Παρθενώνα. Ιδιαίτερης προσοχής αξίζει η διευθέτηση που έγινε στο μέσο της εγκάρσιας στοάς στον κυρίως ναό, όπου αφαιρέθηκε ο κεντρικός κίονας στο ισόγειο και αντικαταστάθηκε από μια θριαμβευτική αψίδα. Η διατήρηση του αντίστοιχου αξονικού κίονα στον όροφο δημιούργησε μια κατασκευή που εντυπωσίαζε τον επισκέπτη του χριστιανικού Παρθενώνα και δεν ήταν από τις απλούστερες τεχνικά. Παράλληλα η χρησιμοποίηση παρόμοιων αψιδωμάτων στην παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική είχε σχέση με τον τονισμό πομπικών κινήσεων ή την επισήμανση σημαντικών λειτουργικά χώρων. Η θριαμβευτική αυτή λοιπόν κατασκευή δημιουργήθηκε για να διευκολύνει και ταυτόχρονα να επισημάνει τον άξονα των δύο πομπικών εισόδων κατά τη θεία λειτουργία. 0 χώρος λοιπόν αφετηρίας των εισόδων στον παλαιοχριστιανικό Παρθενώνα βρισκόταν εκτός του κυρίως ναού, πιθανότατα στο χώρο του τετράστυλου αρχαίου οπισθόδομου, όπου πιθανόν κάποιο τμήμα του χώρου να είχε διευθετηθεί σε χώρο πρόθεσης και διακονικού.
Στο δυτικό τετράστυλο τμήμα του αρχαίου σηκού και στη βορειοδυτική γωνία του διευθετήθηκε με διαφράγματα χώρος που χρησιμοποιήθηκε σαν βαπτιστήριο. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό γινόταν από δύο εισόδους τοποθετημένες κατάλληλα, ώστε να διευκολύνονται οι τελετουργικές κινήσεις γύρω από την ορθογώνια κολυμβήθρα στο μέσον του χώρου. Στον τετράστυλο αυτό χώρο αποδίδεται η λειτουργική χρήση του νάρθηκα. 0 χώρος θυμίζει περισσότερο τις μεταγενέστερες ευρύχωρες λιτές των μοναστηριακών βασιλικών παρά τους παλαιοχριστιανικούς νάρθηκες. Οι λιτές πάλι εξυπηρετούσαν τελείως διαφορετικά λειτουργικά δεδομένα, άγνωστα στα μέσα του 5ου αιώνα. Οι έξι θύρες που ανοίγονται σε όλες τις πλευρές του χώρου παρέχουν ευρύτατες δυνατότητες πρόσβασης σ' αυτόν πολύ πέραν από αυτές που παρατηρούνται στους νάρθηκες των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Οι λειτουργίες που διαπιστώθηκαν στο χώρο αυτό, π.χ. αυτή του βαπτιστηρίου, συνδέονται όμως συνήθως με τη λειτουργία του παλαιοχριστιανικού αιθρίου που δεν διαθέτει ο χριστιανικός Παρθενώνας.
0 τετράστυλος χώρος του οπισθόδομου αποτέλεσε μια ιδιαιτερότητα του χριστιανικού Παρθενώνα. 0 χώρος αυτός, που δεν πληροί απόλυτα τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του χριστιανικού αιθρίου και του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα, προσεγγίζει περισσότερο αυτά του περιορισμένου «Αtrium» της ρωμαϊκής κατοικίας. Στο «Αtrium» αυτό του χριστιανικού Παρθενώνα εξυπηρετήθηκαν οπωσδήποτε λειτουργίες που είχαν σχέσεις με το αίθριο των βασιλικών και πιθανότατα με αυτές του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα.
Αξιοσημείωτο εξάλλου είναι το γεγονός ότι με τις διευθετήσεις που έγιναν στο κτίριο, για να υποδεχθεί τις χριστιανικές χρήσεις, δημιουργείται ένας κεντρικός άξονας πορείας που ξεκινά από το κεντρικό θύρωμα της αυλής και συνεχίζει με τη δυτική πύλη του «Αtrium», την πύλη του κυρίως ναού, τη θριαμβευτική αψίδα του «τριβήλου», την Ωραία Πύλη του ιερού Βήματος και καταλήγει στο σύνθρονο στην αψίδα του ιερού Βήματος. 0 άξονας αυτός επιτρέπει μια απρόσκοπτη πορεία από το εξωτερικό της εκκλησίας μέχρι το ιερότερο σημείο της, την Αγία Τράπεζα, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Η ύπαρξη πολυπληθούς σώματος κατηχουμένων και η ιδιαίτερη λειτουργική μεταχείρησή του από την εκκλησία είχαν καθιερώσει την τεθλασμένη πορεία του από την εξωτερική είσοδο μέχρι την Αγία Τράπεζα στα συγκροτήματα των παλαιοχριστιανικών ναών.
Με όλες τις παραπάνω διευθετήσεις ο Παρθενώνας έγινε χριστιανική εκκλησία. Αν εξαιρέσουμε τον τοίχο που έφραζε τα διάστυλα της περίστασης, ώστε να δημιουργηθεί ο αύλειος χώρος γύρω από το σηκό, όλες οι άλλες παρεμβάσεις, όπως και στη μετασκευή του Ιουλιανού, έγιναν στο σηκό του ναού και απέβλεπαν να τον αποδώσουν στη μορφή μιας τρίκλιτης βασιλικής, για να εξυπηρετούνται οι λατρευτικές ανάγκες στη νέα χρήση. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν περιορισμένες και παρέχουν την αίσθηση ότι προσαρμόστηκαν στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική οργάνωση του σηκού. Αυτή η στάση των ανακαινιστών ήταν σημαντική, γιατί βοήθησε να διατηρηθούν και να διασωθούν κατά χώραν σχεδόν όλα τα δομικά στοιχεία της αρχαίας τέχνης στο ναό και το σύνολο του σωζόμενου κατά χώραν την εποχή της μετασκευής ανεικονικού γλυπτού διακόσμου.
Το πρόβλημα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα.
Εικονικός γλυπτός διάκοσμος στον Παρθενώνα διατηρήθηκε σε τρία σημεία. Στο σηκό του ναού ζωφόρος διέτρεχε περιμετρικά τους τοίχους στο ψηλότερο τους σημείο. Θέμα της η αρχαία αθηναϊκή θρησκευτική τελετή της πομπής των Παναθηναίων που κατέληγε με τη θυσία της εκατόμβης στον μεγάλο βωμό της Παλλάδος Αθηνάς. Αν εξαιρέσουμε τους λίθους που αφαιρέθηκαν για τη δημιουργία των παραθύρων, η ζωφόρος διατηρήθηκε στη θέση της και αξιοποιήθηκε σαν διακοσμητικό στοιχείο του χριστιανικού Παρθενώνα. Παρά το σαφώς παγανιστικό περιεχόμενο του θέματος της και την παρουσία των προσώπων αρχαίων θεών στη σύνθεση της, όπως π.χ. της Αθηνάς, του Ηφαίστου κ.λπ., δεν παρατηρείται η χάραξη κάποιου σταυρού ή άλλου χριστιανικού συμβόλου, ώστε να συντελεστεί η απαραίτητη «μεταμόρφωση» του θέματος και να καταστεί συμβατό με τη χριστιανική λατρεία.
Τα αετώματα της περίστασης του ναού είναι το δεύτερο σημείο, στο οποίο διατηρήθηκε ο εικονικός γλυπτός διάκοσμος. Στο ανατολικό αέτωμα, που δέσποζε πάνω από την αψίδα του ιερού Βήματος, το σύνολο των γλυπτών παρουσίαζε θέμα από την παγανιστική θεογονία με κυρίαρχο στο μέσο το θέμα της γέννησης της θεάς Αθηνάς και της συνοδείας εκατέρωθεν άλλων θεοτήτων. Στο δυτικό αέτωμα, που κυριαρχούσε στην είσοδο του χριστιανικού ναού, το θέμα της γλυπτικής σύνθεσης αναφέρεται στο θαύμα της θείας δωρεάς της Ελιάς στην πόλη των Αθηνών και της διαμάχης της Αθηνάς και του Ποσειδώνα που συνοδεύονται από άλλες θεότητες. Το θέμα ήταν τοπικού ενδιαφέροντος για την Αθήνα και τη σχέση της πόλης με το αρχαίο δωδεκάθεο. Θα προβούμε και στην περίπτωση των δύο θεματικών συνθέσεων στην ίδια παρατήρηση που κάναμε για τη ζωφόρο του σηκού, δηλαδή στην απουσία χάραξης ή προσθήκης χριστιανικών συμβόλων «μεταμόρφωσης» των θεμάτων. Το τρίτο σημείο που διέθετε εικονικά γλυπτά είναι το σύνολο των μετοπών ανάμεσα στις τριγλύφους της περίστασης. Στην ανατολική πλευρά οι μετόπες απεικόνιζαν τη Γιγαντομαχία, τη μάχη μεταξύ Θεών και Γιγάντων για την παγκόσμια κυριαρχία. Στη δυτική πλευρά την Αμαζονομαχία, δηλαδή τη μάχη μεταξύ Αθηναίων και αμαζόνων. Στη βόρεια πλευρά οι ερευνητές δυσκολεύονται να προσδιορίσουν επακριβώς τα θέματα. Σε κάθε περίπτωση εικονίζονται θέματα του Τρωϊκού μύθου. Αλώβητη παραμένει στη θέση της μόνο η τελευταία μετόπη που απεικονίζει την Αθηνά και την Ήρα. Στη νότια πλευρά αναπτύσσονται απεικονίσεις από τη μάχη των Κενταύρων και Λαπιθών και θέματα που έχουν σχέση με γενεαλογικούς ή τοπικούς μύθους των Αθηναίων. Οι μετόπες των τριών πλευρών, της ανατολικής, δυτικής και βόρειας, πλην της εξαίρεσης που αναφέραμε πιο πάνω, απολαξεύθηκαν, ενώ αλώβητες παρέμειναν οι μετόπες της νότιας πλευράς. Προβάλλεται σήμερα η άποψη της απολάξευσης των μετοπών των τριών πλευρών στην περίοδο της μετατροπής του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία και αποτέλεσε ενέργεια που είχε σχέση με τη μετατροπή της χρήσης του κτιρίου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή σκοπός ήταν να απαλειφθούν από το χριστιανικό πλέον οικοδόμημα σκηνές που ήταν ασυμβίβαστες με τη νέα του χρήση. Η διάσωση των μετοπών της νότιας πλευράς παραμένει ανεξήγητη και εικάζεται ότι έχει σχέση με μεταφορικές ερμηνείες που δόθηκαν από τους μετασκευάσαντες στη θεματολογία των μετοπών. Την ερμηνεία της καταστροφής των μετοπών δεν βοηθούν οι πηγές που δεν παρέχουν στοιχεία.
Θα παρατηρήσουμε ότι «θεολογικά» οι παραστάσεις των εναετίων γλυπτών και της ζωφόρου έχουν περισσότερο παγανιστικό περιεχόμενο από αυτό των παραστάσεων των τριγλύφων των δύο τουλάχιστον πλευρών, της βόρειας και της δυτικής. Το θέμα των τριγλύφων της νότιας πλευράς, που διατηρήθηκαν αλώβητα, δεν υπολείπεται σε παγανιστικό περιεχόμενο από τις δύο άλλες πλευρές που απολαξεύθηκαν. Το προβαλλόμενο επιχείρημα της μεταφορικής ερμηνείας, η οποία δόθηκε από τους χριστιανούς στα θέματα των μετοπών που δεν απολαξεύθηκαν και συνεπώς απόκτησαν τη διασταλτική ερμηνεία της μεταμόρφωσης, δεν απαντά στο ερώτημα, γιατί αυτό δεν ίσχυσε και για τα θέματα των άλλων μετοπών.Η θέση των εναετίων γλυπτών με το έκδηλα παγανιστικό περιεχόμενο βρισκόταν σε επίκαιρες θέσεις για κοινή θέα και δέσποζε περισσότερο στην όλη σύνθεση. Παράλληλα η ζωφόρος που ουσιαστικά απεικονίζει παγανιστικά λατρευτικά δρώμενα διατηρήθηκε ακέραιη πάνω στο σώμα αυτού τούτου του χριστιανικού ιερού, «μολύνοντας» το, σύμφωνα με την προβαλλόμενη άποψη, μια και δεν είχε υποστεί παρεμβάσεις «μεταμόρφωσης». Η διατήρηση αυτή θα αποτελούσε για ζηλωτές φανατικούς μεγαλύτερη ύβρη για την καθαγίαση του χώρου, αφού, όπως γνωρίζουμε, από την εποχή της μετασκευής του Ιουλιανού η περίσταση δεν είχε οργανική σύνδεση με το σηκό του αρχαίου ναού, ο οποίος μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αλλά διετηρείτο αυτοτελής σε απόσταση σαν περίβλημα του χώρου.
Οι παραπάνω επισημάνσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν προκύψουν νεώτερα τεκμηριωμένα στοιχεία που θα αλλάξουν τον κοινά αποδεκτό χρόνο της απολάξευσης, η προβαλλόμενη άποψη για την αιτιολόγηση της απολάξευσης κατά την μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό δεν διαθέτει λογική συνέπεια και θα πρέπει να αναζητηθεί επαρκέστερη αιτιολόγηση του γεγονότος.
Σε κάθε περίπτωση η ολοκλήρωση της μετασκευής του χριστιανικού Παρθενώνα απέδωσε σε λειτουργική χρήση μια αρχιτεκτονική σύνθεση που συνίστατο από μια κεντρικά τοποθετημένη τρίκλιτη βασιλική που προερχόταν από μετασκευή και περιβαλλόταν σε μικρή απόσταση από μια περίσταση αρχαίου ναού που αναδείκνυε την εξωτερική μορφή του Παρθενώνα της κλασσικής εποχής. 0 χριστιανικός Παρθενώνας ήταν μια χριστιανική ιδιότυπη βασιλική που εμπεριείχετο σ' ένα περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού, όπως και ο Ιουλιάνειος «Παρθενώνας» ήταν ένας ιδιότυπος παγανιστικός ναός που εμπεριείχετο στο ίδιο περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού. Ενσωματωμένη σ' αυτήν τη σύνθεση σε κοινή θέα ήταν η συντριπτική πλειοψηφία του αρχαίου εικονικού γλυπτού διακύσμου. 0 Μανώλης Κορρές σημειώνει για τον κλασσικό Παρθενώνα: «Ως κτίριο ο Παρθενών ακολουθεί ένα ναϊκό τύπο άγνωστο στην υπόλοιπη Ελλάδα». Θα παρατηρήσουμε ότι και η μετασκευή του σε χριστιανικό Παρθενώνα απέδωσε ένα τύπο χριστιανικής εκκλησίας όχι μόνο άγνωστο στη μέχρι τότε παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική αλλά και ανεπανάληπτο στο μέλλον. Υποκύπτοντας στον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε τον τύπο. θα αποκαλούσαμε τον χριστιανικό Παρθενώνα σαν «τρίκλιτη βασιλική υπό ενιαία δίκλινη στέγη περιβαλλόμενη από περιστάσεις»."
Εικονικός γλυπτός διάκοσμος στον Παρθενώνα διατηρήθηκε σε τρία σημεία. Στο σηκό του ναού ζωφόρος διέτρεχε περιμετρικά τους τοίχους στο ψηλότερο τους σημείο. Θέμα της η αρχαία αθηναϊκή θρησκευτική τελετή της πομπής των Παναθηναίων που κατέληγε με τη θυσία της εκατόμβης στον μεγάλο βωμό της Παλλάδος Αθηνάς. Αν εξαιρέσουμε τους λίθους που αφαιρέθηκαν για τη δημιουργία των παραθύρων, η ζωφόρος διατηρήθηκε στη θέση της και αξιοποιήθηκε σαν διακοσμητικό στοιχείο του χριστιανικού Παρθενώνα. Παρά το σαφώς παγανιστικό περιεχόμενο του θέματος της και την παρουσία των προσώπων αρχαίων θεών στη σύνθεση της, όπως π.χ. της Αθηνάς, του Ηφαίστου κ.λπ., δεν παρατηρείται η χάραξη κάποιου σταυρού ή άλλου χριστιανικού συμβόλου, ώστε να συντελεστεί η απαραίτητη «μεταμόρφωση» του θέματος και να καταστεί συμβατό με τη χριστιανική λατρεία.
Τα αετώματα της περίστασης του ναού είναι το δεύτερο σημείο, στο οποίο διατηρήθηκε ο εικονικός γλυπτός διάκοσμος. Στο ανατολικό αέτωμα, που δέσποζε πάνω από την αψίδα του ιερού Βήματος, το σύνολο των γλυπτών παρουσίαζε θέμα από την παγανιστική θεογονία με κυρίαρχο στο μέσο το θέμα της γέννησης της θεάς Αθηνάς και της συνοδείας εκατέρωθεν άλλων θεοτήτων. Στο δυτικό αέτωμα, που κυριαρχούσε στην είσοδο του χριστιανικού ναού, το θέμα της γλυπτικής σύνθεσης αναφέρεται στο θαύμα της θείας δωρεάς της Ελιάς στην πόλη των Αθηνών και της διαμάχης της Αθηνάς και του Ποσειδώνα που συνοδεύονται από άλλες θεότητες. Το θέμα ήταν τοπικού ενδιαφέροντος για την Αθήνα και τη σχέση της πόλης με το αρχαίο δωδεκάθεο. Θα προβούμε και στην περίπτωση των δύο θεματικών συνθέσεων στην ίδια παρατήρηση που κάναμε για τη ζωφόρο του σηκού, δηλαδή στην απουσία χάραξης ή προσθήκης χριστιανικών συμβόλων «μεταμόρφωσης» των θεμάτων. Το τρίτο σημείο που διέθετε εικονικά γλυπτά είναι το σύνολο των μετοπών ανάμεσα στις τριγλύφους της περίστασης. Στην ανατολική πλευρά οι μετόπες απεικόνιζαν τη Γιγαντομαχία, τη μάχη μεταξύ Θεών και Γιγάντων για την παγκόσμια κυριαρχία. Στη δυτική πλευρά την Αμαζονομαχία, δηλαδή τη μάχη μεταξύ Αθηναίων και αμαζόνων. Στη βόρεια πλευρά οι ερευνητές δυσκολεύονται να προσδιορίσουν επακριβώς τα θέματα. Σε κάθε περίπτωση εικονίζονται θέματα του Τρωϊκού μύθου. Αλώβητη παραμένει στη θέση της μόνο η τελευταία μετόπη που απεικονίζει την Αθηνά και την Ήρα. Στη νότια πλευρά αναπτύσσονται απεικονίσεις από τη μάχη των Κενταύρων και Λαπιθών και θέματα που έχουν σχέση με γενεαλογικούς ή τοπικούς μύθους των Αθηναίων. Οι μετόπες των τριών πλευρών, της ανατολικής, δυτικής και βόρειας, πλην της εξαίρεσης που αναφέραμε πιο πάνω, απολαξεύθηκαν, ενώ αλώβητες παρέμειναν οι μετόπες της νότιας πλευράς. Προβάλλεται σήμερα η άποψη της απολάξευσης των μετοπών των τριών πλευρών στην περίοδο της μετατροπής του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία και αποτέλεσε ενέργεια που είχε σχέση με τη μετατροπή της χρήσης του κτιρίου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή σκοπός ήταν να απαλειφθούν από το χριστιανικό πλέον οικοδόμημα σκηνές που ήταν ασυμβίβαστες με τη νέα του χρήση. Η διάσωση των μετοπών της νότιας πλευράς παραμένει ανεξήγητη και εικάζεται ότι έχει σχέση με μεταφορικές ερμηνείες που δόθηκαν από τους μετασκευάσαντες στη θεματολογία των μετοπών. Την ερμηνεία της καταστροφής των μετοπών δεν βοηθούν οι πηγές που δεν παρέχουν στοιχεία.
Θα παρατηρήσουμε ότι «θεολογικά» οι παραστάσεις των εναετίων γλυπτών και της ζωφόρου έχουν περισσότερο παγανιστικό περιεχόμενο από αυτό των παραστάσεων των τριγλύφων των δύο τουλάχιστον πλευρών, της βόρειας και της δυτικής. Το θέμα των τριγλύφων της νότιας πλευράς, που διατηρήθηκαν αλώβητα, δεν υπολείπεται σε παγανιστικό περιεχόμενο από τις δύο άλλες πλευρές που απολαξεύθηκαν. Το προβαλλόμενο επιχείρημα της μεταφορικής ερμηνείας, η οποία δόθηκε από τους χριστιανούς στα θέματα των μετοπών που δεν απολαξεύθηκαν και συνεπώς απόκτησαν τη διασταλτική ερμηνεία της μεταμόρφωσης, δεν απαντά στο ερώτημα, γιατί αυτό δεν ίσχυσε και για τα θέματα των άλλων μετοπών.Η θέση των εναετίων γλυπτών με το έκδηλα παγανιστικό περιεχόμενο βρισκόταν σε επίκαιρες θέσεις για κοινή θέα και δέσποζε περισσότερο στην όλη σύνθεση. Παράλληλα η ζωφόρος που ουσιαστικά απεικονίζει παγανιστικά λατρευτικά δρώμενα διατηρήθηκε ακέραιη πάνω στο σώμα αυτού τούτου του χριστιανικού ιερού, «μολύνοντας» το, σύμφωνα με την προβαλλόμενη άποψη, μια και δεν είχε υποστεί παρεμβάσεις «μεταμόρφωσης». Η διατήρηση αυτή θα αποτελούσε για ζηλωτές φανατικούς μεγαλύτερη ύβρη για την καθαγίαση του χώρου, αφού, όπως γνωρίζουμε, από την εποχή της μετασκευής του Ιουλιανού η περίσταση δεν είχε οργανική σύνδεση με το σηκό του αρχαίου ναού, ο οποίος μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αλλά διετηρείτο αυτοτελής σε απόσταση σαν περίβλημα του χώρου.
Οι παραπάνω επισημάνσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν προκύψουν νεώτερα τεκμηριωμένα στοιχεία που θα αλλάξουν τον κοινά αποδεκτό χρόνο της απολάξευσης, η προβαλλόμενη άποψη για την αιτιολόγηση της απολάξευσης κατά την μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό δεν διαθέτει λογική συνέπεια και θα πρέπει να αναζητηθεί επαρκέστερη αιτιολόγηση του γεγονότος.
Σε κάθε περίπτωση η ολοκλήρωση της μετασκευής του χριστιανικού Παρθενώνα απέδωσε σε λειτουργική χρήση μια αρχιτεκτονική σύνθεση που συνίστατο από μια κεντρικά τοποθετημένη τρίκλιτη βασιλική που προερχόταν από μετασκευή και περιβαλλόταν σε μικρή απόσταση από μια περίσταση αρχαίου ναού που αναδείκνυε την εξωτερική μορφή του Παρθενώνα της κλασσικής εποχής. 0 χριστιανικός Παρθενώνας ήταν μια χριστιανική ιδιότυπη βασιλική που εμπεριείχετο σ' ένα περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού, όπως και ο Ιουλιάνειος «Παρθενώνας» ήταν ένας ιδιότυπος παγανιστικός ναός που εμπεριείχετο στο ίδιο περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού. Ενσωματωμένη σ' αυτήν τη σύνθεση σε κοινή θέα ήταν η συντριπτική πλειοψηφία του αρχαίου εικονικού γλυπτού διακύσμου. 0 Μανώλης Κορρές σημειώνει για τον κλασσικό Παρθενώνα: «Ως κτίριο ο Παρθενών ακολουθεί ένα ναϊκό τύπο άγνωστο στην υπόλοιπη Ελλάδα». Θα παρατηρήσουμε ότι και η μετασκευή του σε χριστιανικό Παρθενώνα απέδωσε ένα τύπο χριστιανικής εκκλησίας όχι μόνο άγνωστο στη μέχρι τότε παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική αλλά και ανεπανάληπτο στο μέλλον. Υποκύπτοντας στον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε τον τύπο. θα αποκαλούσαμε τον χριστιανικό Παρθενώνα σαν «τρίκλιτη βασιλική υπό ενιαία δίκλινη στέγη περιβαλλόμενη από περιστάσεις»."
3 σχόλια:
Σε ποιες εκδόσεις;
Ποιος είναι ο συγγραφέας;
Οι παραπάνω επισημάνσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν προκύψουν νεώτερα τεκμηριωμένα στοιχεία που θα αλλάξουν τον κοινά αποδεκτό χρόνο της απολάξευσης, η προβαλλόμενη άποψη για την αιτιολόγηση της απολάξευσης κατά την μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό δεν διαθέτει λογική συνέπεια και θα πρέπει να αναζητηθεί επαρκέστερη αιτιολόγηση του γεγονότος.
Ποιες είναι οι σελίδες;
Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις "Διήγηση"τηλ.2106624913,Αθήνα 2006,σσ. 299 και συγγραφέας είναι ο Γρηγόρης Πουλημένος.Το μικρό απόσπασμα σσ. 42-56 που παραθέτω στην ανάρτησή μου δεν έχει ολές τις φωτογραφίες ή τις παραπομπές που υπάρχουν στην έκδοση, στην οποία μπορεί να ανατρέξει κάποιος για ακριβέστερη ενημέρωση.
Πολύ χρήσιμο το άρθρο σου!
Σε παρακαλώ πολύ, θα μπορούσες να μου πεις αν το κείμενο που χρησιμοποιείς εδώ είναι ΑΚΡΙΒΩΣ αυτό που χρησιμοποιεί το βιβλίο;
Επίσης, σε ποιες σελίδες ακριβώς αναφέρεται το κείμενο από:
"Προβάλλεται σήμερα η άποψη της απολάξευσης των μετοπών των τριών πλευρών..."
μέχρι
"...και θα πρέπει να αναζητηθεί επαρκέστερη αιτιολόγηση του γεγονότος."
Σε ευχαριστώ!
Δημοσίευση σχολίου