7/12/07

ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ… Οχτώ Δεκεμβρίου 2005 γύρω στις 12 το μεσημέρι ήταν τότε που μια από τις πιο όμορφες εκκλησίες του νησιού μας έπαψε να υπάρχει, ο ναός της Αγίας Μαύρας στο Μαχαιράδο. Δύσκολο για μένα να γράψω ή έστω να κοιτάξω ξανά και να επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες και θύμησες που είχα απωθήσει προσπαθώντας να ξεχάσω…
Τί όμως? Πώς να ξεχάσει κανείς το μοναδικό ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο, με τα μπαρόκ και νεοκλασικά του στοιχεία, έναν άψογο συνδυασμό, με τις σωστές αναλογίες, όπου η λεπτότητα των σκαλισμάτων και η λάμψη του στιλβωτού χρυσού σε έκανε να νομίζεις πως φλόγες πύρινες ξεχύνονταν από τον εσταυρωμένο του αετώματος μες στο πολύχρωμο από τα χρώματα των ελαιογραφιών σκοτεινό περίγυρό του, όταν πάμπολλες φορές το πνίξιμο των συναισθημάτων και το ξελάφρωμα της καρδίας έβρισκε διέξοδο σε κατανυκτικούς εσπερινούς και απόδειπνα με το ημίφως που αναδυόταν από τις μεγάλες ασημένιες, αν και νεότερες, κανδήλες του τέμπλου και των καθεδρών! Τους Ευαγγελιστές με τους Προφήτες και τον Χριστό να σε θωρούν από τα ξύλινα ζωγραφιστά ομοιώματά τους, έργα των Πελεκάσηδων, μες στις υπέροχες κόγχες τους να στέκονται στημένοι μες στο χωροχρόνο σαν να μην τους αγγίζει εκεί ψηλά τίποτε. Τίποτα από τα μίζερα, ποταπά, ευτελή και ανθρώπινα από αυτά που συνέβαιναν τριγύρω, παρά Αυτοί, μόνον υποδείκνυαν το δρόμο, τα γραφόμενά τους, καθοδηγώντας μας από τα γήινα στα επουράνια, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από την πεπτωκϋία ύλη στο άυλο, από το τέλος στο ατελές. (Ο τελευταίος στολισμός των Θεοφανείων, Ιανουάριος 2005)
Πώς να σβήσει κανείς από τη μνήμη του τα αισθήματα όταν την ώρα της ακολουθίας στεκόμενος στην Ωραία Πύλη και κοιτώντας στο εσωτερικό του ναού, το βλέμμα σου χανόταν θέλοντας και μη στα επιχρυσωμένα νεοκλασικά σκαλίσματα, στον πολύχρωμο γυναικωνίτη με τις τζελουτζίες, στην ουρανία με τους αγγέλους, τη μετάσταση της Θεοτόκου, την αγία Τριάδα τους Ευαγγελιστές, τις παλαιοδιαθηκηκές σκηνές, στους πλαϊνούς τοίχους με τις ναζαρηνές απεικονίσεις του βίου του Ιησού και εκεί στο βάθος σε μικρότερο μέγεθος ο βίος και τα μαρτύρια των αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, με το θαύμα ιστορημένο της σωτηρίας του ναού από την έκρηξη της πυρίτιδας…, όλα αποδοσμένα από το αριστοτεχνικό χέρι και τον χρωστήρα του Σπυρίδωνα Πελεκάση και του υιού του Δημητρίου στα τέλη του 19ου αι.

































































                                    Και έπειτα γυρνώντας μέσα στο ιερό, προς την Ανατολή, ανεβαίνοντας το μικρό σκαλοπατάκι μπροστά από το ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο και ζωγραφιστό κιβώριο, με έργα πάλι του Σ. Πελεκάση, ατενίζοντας το μοναδικό μαρμάρινο σκαλιστό αρτοφόριο και τη γλυκιά με γεμάτη χαρμολύπη έκφραση του Εσταυρωμένου, γινόσουν έμπλεος συναισθημάτων συντριβής, ταπείνωσης και μηδαμινότητας του σαρκίου αλλά και ταυτόχρονα της τιμής να θωρείς και να ακουμπάς τον Σεσαρκωμένο. Τι οξύμωρο και αντιφατικό, όπως τα πάντα σε τούτη τη ζωή!
Μετά, στη μεγάλη Είσοδο κρατώντας τα Τίμια Δώρα και περνώντας σιγά σιγά μπροστά από τις μεγαλοπρεπείς καθέδρες δεν μπορεί το μάτι εκφωνώντας την παράκληση, να μην σκύψει ικετευτικά πρώτα στην εικόνα της Παναγίας της Κυρίας των Αγγέλων από το ναό της Υπαπαντής, η οποία ακτινοβολούσε μες στην αργυρή επένδυση του 1815, ανταποδίδοντάς σου βλέμμα συγκατανευτικό και μειλίχιο και βεβαίως, στη συνεχεία τα μάτια σου μαγνητίζονταν από το διεισδυτικό βλέμμα της μορφής της αγίας Μαύρας. Ένα βλέμμα από δύο πελώρια μάτια όπου μέσα τους περικλείονταν, βρίσκονταν εγκλωβισμένα και αντανακλούνταν σαν καθρέπτης χιλιάδες ανθρώπινα δράματα, αρρώστιες, πόνος, θλίψη, θάνατος, αμαρτία, εξομολόγηση, μετάνοια, ίαση, ανάσταση, ευχαριστία, τάματα, χαρά, όλα σαν ένα μεγάλο δάκρυ το οποίο μόλις που κρατιόταν να μην ξεχυθεί σαν χείμαρρος απολυτρωτικός, δίδοντας σε εμάς την ευκαιρία ατενίζοντάς τα να ταυτιστούμε με αυτά και να αυτοκαθαρθούμε…
(Ότι απέμεινε από την εικόνα της Αγίας Μαύρας με τα τάματά της)
Μνήμες, μυρουδιές και ήχοι μοναδικοί, όπου το βίωμα από το άκουσμα έστω και από ένα cd του Requiem του Mozart, καθήμενος στην άκρη του κυρίως ναού μέσα σε απόλυτο σκοτάδι με μόνο φως αυτό των κανδηλιών, παραμένει ανεξίτηλο και βαθιά χαραγμένο στα εσώψυχα, μην μπορώντας να το εξαφανίσει τίποτα, ούτε ένα παρανάλωμα!

2 σχόλια:

vertzak είπε...

Κάθε εικόνα που γλυτώνει και συντηρείται, κάθε ξυλόγλυπτο, κάθε αγκωνάρι, κάθε καμπαναριό ή ξωκκλήσι, είναι το αντίβαρο για κάθε τέτοια καταστροφή.
Σε αυτή τη ζυγαριά που δυστυχώς για το Τζάντε μας από τη μιά μεριά έχει τόνους βάρους και από την άλλη ψίχουλα, έλάχιστοι, με αυταπάρνηση προσπαθείτε να ανεβάσετε ό,τι προλάβετε να σώσετε, όσα περισσότερα μπορείτε. Τι να πω, καλή δύναμη, ευχαριστώ.

p.lykogiannis είπε...

ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ, ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΦΗΝΕΙ ΑΝΕΞΗΤΙΛΑ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ.ΕΜΕΙΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ,ΟΣΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΤΟΣΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ.ΣΗΜΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟΝ Η ΔΙΑΣΩΣΗ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ,ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ,ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΝΟΗΜΑ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ.ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΚΑΙΔΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΡΟΛΟ ΣΩΤΗΡΙΟ,ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΑΡΚΩΜΕΝΕΣ.ΤΟ ΕΛΠΙΖΩ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΧΟΜΑΙ. ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΒΡΗΚΑ ΤΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΝΑ ΜΑΖΕΨΩ ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΞΩ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΝΤΙΞΟΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΙΕΣΕΙΣ ΟΤΙ ΜΠΟΡΟΥΣΑ.ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ.