Το Μπανάτο ή εξελληνισμένα Βανάτο υπήρξε έως πρόσφατα ένας μικρός και ήσυχος συνοικισμός, ο οποίος δεν απασχόλησε τους κατά καιρούς ιστοριογράφους. Στους μέχρι τώρα γνωστούς χάρτες της Ζακύνθου του 16ου και 17ου αι. δε γίνεται μνεία της κώμης, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει και την ανυπαρξία του οικισμού.
Δυστυχώς, οι αιώνιοι εχθροί των μνημείων του νησιού μας, οι σεισμοί, η αδιαφορία, η εγκατάλειψη, αλλά και η εσκεμμένη καταστροφή των αγαθών του παρελθόντος, υπήρξαν η κύρια αιτία των λιγοστών απόηχων και της μπανατιώτικης πολιτιστικής δημιουργίας. Μετά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 και την καταστροφή του Αρχειοφυλάκιου, οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε για το Μπανάτο είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που διέσωσαν οι ιστοριοδίφες και ερευνητές, εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Λεωνίδα Ζώη και τον Ντίνο Κονόμο και κυρίως, όσον αφορά την εκκλησιαστική τέχνη, από τα ίδια τα έργα με τα όποια αποτυπώματα αυτά έχουν.
Η παρούσα ομιλία έχει κυρίως σαν σκοπό, ευσύνοπτα να παρουσιάσει τα σημαντικότερα καλλιτεχνήματα των δύο ενοριακών ναών του Μπανάτου, με τις αντίστοιχες αρχειακές[1] και ιστορικές μαρτυρίες καθώς και τα νεώτερα στοιχεία που προήλθαν από την πρόσφατη καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αυτή πραγματοποιήθηκε το 2009, μετά από μητροπολιτική εγκύκλιο, η οποία όριζε τον Αρχιμ. Διονύσιο Λυκογιάννη, Ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως Ζακύνθου σε συνεργασία με τους συντηρητές έργων τέχνης Ανδρέα και Μάριο Θεοδόση, τότε υπαλλήλους του εργαστηρίου συντήρησης της Μητροπόλεώς μας, να προβούν στην καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων των ενοριακών ναών μετά των παρεκκλησίων τους, σε όλην τη Ζάκυνθο[2].
Αποτυπώθηκαν φωτογραφικά οι αρχιτεκτονικές όψεις των ναών και ο εσωτερικός τους καλλιτεχνικός διάκοσμος. Στη συνέχεια, ακολούθησε η λεπτομερής καταγραφή και φωτογράφηση όλων των κειμηλίων, βάζοντας ως ορόσημο ως προς την επιλογή, τη χρονολογία 1953. Αυτό συνέβη, διότι μετά τους σεισμούς του 1953 τα αντικείμενα που εισήλθαν στους ναούς δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ιστορικό - καλλιτεχνικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον, και συνήθως, ιδίως τα έργα της μεταλλοτεχνίας, αποτελούν προϊόντα μαζικής παραγωγής.
Είναι παρήγορο ότι παρατηρείται, παρά την εμφανή μείωση των ζακυνθινών καλλιτεχνών που επήλθε με την οικονομική δυσπραγία στο νησί κατά τον 20ου αι. και παρά τις όποιες δυσκολίες, μια προσπάθεια διατήρησης της τοπικής μας καλλιτεχνικής παράδοσης, ιδιαίτερα στον τομέα της ξυλογλυπτικής και της εικονογραφίας - ζωγραφικής. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι κυρίως η έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας, η οποία οδηγεί μερικές φορές σε καταστάσεις τραγελαφικές, όταν αυθαιρέτως αντικαθίστανται παλαιά εκκλησιαστικά αντικείμενα ή στολίζονται ναοί, οι οποίοι έχουν διασώσει τον καλλιτεχνικό υφολογικό τους χαρακτήρα, με ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες που διασπούν την στυλιτιστική τους αρτιότητα και ομοιογένεια.
Στον τομέα της μικροτεχνίας και ιδιαίτερα στην τόσο έντονη και παραγωγική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής αργυρογλυπτικής, με παράδοση τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων, με λύπη διαπιστώνουμε ότι τα σκαλισμένα ασημένια βατσέλια - δίσκοι, τα καλύμματα των Ευαγγελίων με φόντο το ανάλογα με την εορτή χρώμα βελούδο, οι επηρεασμένες από τη Δύση αργυρές καντήλες, τα φουντώματα των σταυρών αγιασμού και οι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πάμφυλλα σταυροί λιτανειών, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, μιας και η αργυροχοϊκή εκκλησιαστική τέχνη έσβησε στη Ζάκυνθο στις αρχές του 20ου αι. .
Το υλικό που είχαν στη διάθεσή τους οι παλαιοί κτίστες, την πέτρα δηλαδή, για να οικοδομήσουν τις ιερές στέγες, ακολουθώντας τις οδηγίες και τα σχέδια μηχανικών και αρχιτεκτόνων, αντικατέστησαν μετασεισμικά από το τσιμέντο. Τα σκαλιστά θυρώματα με τις μπαρόκ και τις νεοκλασικές τους γλυφές, ανάλογα με τα καλλιτεχνικά κριτήρια της εποχής και την επιδεξιότητα του σκαλιστή, που πολλές φορές νομίζεις κοιτώντας τα ακόμη όπου διασώζονται, ότι βρίσκονται σε μια αντιπαλότητα με τη στασιμότητα του κτιρίου και προσπαθούν να αποτινάξουν το λίθινο όγκο τους με τις καμπύλες, τα οριζόντια και κάθετα ανοίγματά τους, σε συνδυασμό με το έξεργο ανάγλυφό τους, διαδέχτηκαν οι γύψινες ή τσιμεντένιες κακόγουστες κατά το πλείστον απομιμήσεις.
Στο Μπανάτο σώζονται ελάχιστα, σε σχέση με αυτά που θα πρέπει να υπήρχαν στις δώδεκα περίπου ιερές στέγες που αναφέρονται στην ευρύτερη περιοχή και που κάποιες από αυτές είτε διατηρούν τη λειτουργική τους ιδιότητα ως κτίσματα ανακατασκευασμένα (Παναγία επονομαζομένη Παναγούλα, Παναγία η Φανερωμένη, Άγιος Νικόλαος και Ταξιάρχες, Ευαγγελίστρια, Άγιος Νικόλαος των Καρκαναίων, Παναγία η Βλαχέραινα, Προφήτης Ζαχαρίας του Ζελοχοβίτη) είτε στη θέση τους υπάρχει ένα προσκυνητάρι (Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Νικόλαος του Στραβοπόδη, Άγιος Βλάσιος) ή έχουν χαθεί εντελώς από τη μνήμη των κατοίκων και διασώζονται μόνον ως αρχειακές αναφορές (Ανάληψη, Άγιος Λουκάς).
Η καταγραφή περιορίστηκε στους δύο ενοριακούς ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης, μιας και οι υπόλοιποι σωζόμενοι αποτελούν είτε ιδιωτικά παρεκκλήσια είτε είναι νεόδμητοι με σύγχρονα αντικείμενα, (ναός Αγίου Νικολάου και Ταξιαρχών). Όλοι οι ναοί είναι μονόκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, όπως οι περισσότερες εκκλησίες της Ζακύνθου των νεωτέρων χρόνων. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός φαίνεται ότι υιοθετήθηκε ως ο καταλληλότερος για το σεισμογενές περιβάλλον της περιοχής μας και συνάμα ο πιο οικονομικός.
Ο ναός της Παναγίας της επονομαζομένης Παναγούλας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μαρτυρείται αρχειακά από τις πράξεις του συμβολαιογράφου Αλεξάνδρου Ραφτόπουλου[3].
Αναφέρεται το 1510 η ύπαρξη μοναστηριού της Παναγίας, το οποίο ανήκε στον Ανδρέα Μάρκο και το έδινε στον ιερέα Δημήτριο Μάζη. Η αναφορά μοναστηριού υποδηλώνει περά από το ναό και παρουσία παραπλήσιων κτισμάτων. Αυτά ήταν το κελί - δωμάτιο του ιερέα και διάφοροι άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Φαίνεται πως η χρήση του όρου μοναστήρι ή Μονή δεν περιοριζόταν στα οργανωμένα κοινόβια ή ιδιόρρυθμα μοναστηριακά συγκροτήματα, αλλά συνηθιζόταν παλαιότερα για τους λατρευτικούς χώρους, όπου υπήρχε κατοίκηση δίπλα στον ευκτήριο οίκο και ήταν υποχρεωμένος να μένει συνήθως κάποιος άγαμος ή έγγαμος κληρικός με την οικογένειά του, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά παρεκκλήσια, που ανεγείρονταν είτε δίπλα σε οικίες ευγενών οικογενειών είτε στους αγρούς.
Ο ναός ακόμη και σήμερα φαίνεται πως αποτελούσε την κεντρικότερη εκκλησία του Μπανάτου, μαζί με αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης. Μετά τους σεισμούς του 1953 ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος εκ θεμελίων. Η νότια κύρια είσοδος του ναού διαμορφώνεται με μνημειώδες αξονικά τοποθετημένο θύρωμα και με τέσσερα συμμετρικά τοποθετημένα παράθυρα, ενώ οι άλλες πλευρές δε διαθέτουν κάποιο διακοσμητικό στοιχείο. Τα διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της κύριας εισόδου και των θυρωμάτων εν πολλοίς αντιγράφουν αυτά του προσεισμικού ναού του Αγίου Λουκά της πόλης της Ζακύνθου, ο οποίος ανοικοδομήθηκε το 1822, συνδυάζοντας υφολογικά το νεοκλασικισμό με το ρομαντικό απόηχο του μπαρόκ. Παρά την έλλειψη λιθοδομής αποτελεί μια από τις καλύτερες προσπάθειες αποδόσεως μορφολογικών στοιχείων, που μιμούνται προσεισμικά πέτρινα ανάγλυφα.
Ο ναός φαίνεται από τις αρχειακές μαρτυρίες[4] ότι κατά τον 19ο αι. έπαθε αρκετές φορές ζημιές από σεισμούς και χρειάστηκε να επισκευαστεί ή ξαναφτιαχτεί. Από το 1828 και για δύο τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρία του ιερέως Ιωάννη Καποδίστρια, ο ναός επισκευαζόταν και η εικόνα της Παναγίας είχε μεταφερθεί στο ναό της Βλαχέραινας και μετά στη Φανερωμένη. Το 1846 δίνεται άδεια στους Επιτρόπους να πουλήσουν το ματεριάλε[5] της μικρής εκκλησίας όπου ανήκει στον Γεώργιο Μερκάτη και αυτός την χάρισε στο ναό της Παναγούλας, για να κτιστεί ή διορθωθεί εκκλησία ή το κελί εφημερίου.
Σε αίτηση επικύρωσης του χρηματικού εξόδου προς το Επαρχιακό Συμβούλιο Ζακύνθου με χρονολογία 16 Ιουλίου 1862, αναφέρεται ότι σε έγγραφο του 1858 οι κάτοικοι υποχρεωθήκαν χάρην ευλαβείας να καταβάλλουν ο καθένας ότι χρειάζεται ούτως ώστε να ανοικοδομηθεί ο ναός. Το κτίσμα όπως αναφέρει η επιστολή προσεγγίζει εις την τελειοποίησίν του, μένει μόνον να κατασκευασθεί το υπερώον[6] και το ταμούζο[7]. Για τον λόγο αυτόν κάλεσαν ξυλουργό ο οποίος εκτίμησε το έργο 500 τάλληρα δίστηλα.
Το επιχρυσωμένο (περασμένο μετασεισμικά με μπρούτζινα) ξυλόγλυπτο τέμπλο, είχε ήδη κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας και ινταγιαδόρος - ξυλογλύπτης Διονύσιος Τορτορέλης με τη συνεργασία του Παναγιώτη Μιχαλάκη και Διονυσίου Τρίχα, το 1860 σε σχέδιο του Ιωάννη Π. Καταιβάτη[8], αντί του ποσού των 610 τάλληρων διστήλων.
Οι εικόνες όλες του τέμπλου καθώς και τα βημόθυρα έχουν αποδοθεί στο χρωστήρα του Παναγιώτη Νίκα Πλέσσα (1799-1867)[9]. Η τρίτη ζώνη, η επίστεψη του εικονοστασίου πρόκειται για μετασεισμική προσθήκη. Το επίσης ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο αρτοφόριο είναι δημιούργημα του Σπυρίδωνα Ι. Τορτορέλη[10] (1844-1908), ενώ ο δεσποτικός θρόνος, σύμφωνα με χαραγμένη επιγραφή, κατασκευή του ζακυνθινού Αναστασίου Δ. Βλάχου το 1911.
Η εκφραστικότατη ελαιογραφία του Εσταυρωμένου, αναφέρεται ως έργο του ιερέως Νικολάου Καντούνη[11]. Το 1925 ο Κωνσταντίνος Ν. Φραγκόπουλος, πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο ίδιος αναφέρει στις υπογραφές του, δόκιμος ζωγράφος, ακόλουθος της ζωγραφικής παράδοσης του νησιού, όπως αποτυπωνόταν την περίοδο εκείνη από τον Σπύρο Πελεκάση και τον υιό του Δημήτριο, ζωγράφισε για το ναό της Παναγούλας έντεκα ελαιογραφίες με θέματα από τον χριστολογικό κύκλο και σκηνές από το βίο της Αγίας Βαρβάρας, στολίζοντας εσωτερικά το βόρειο και νότιο τοίχο καθώς και το στηθαίο του γυναικωνίτη.Στο ναό υπάρχουν επίσης έντεκα αγιογραφίες του Χρήστου Ρουσέα, έξι στα καμπυλωμένα άκρα της ουρανίας, τρεις στην πρόσοψη του γυναικωνίτη και δύο φυλάσσονται επίσης στο γυναικωνίτη. Απεικονίζουν τον Ιησού καθήμενον και ευλογούντα, τη μετάσταση της Θεοτόκου, την Αγία Τριάδα, Προφήτες και Ευαγγελιστές. Πιθανόν, ήταν τοποθετημένες στην προσεισμική ουρανία της εκκλησίας.
Στη βάση της ζωγραφισμένης καθέδρας - προσκυνηταρίου της σύγχρονης εικόνας της Αγίας Βαρβάρας, στην οποία απεικονίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου και μάλλον προέρχεται από το ναό της Φανερωμένης, βρίσκεται η επιγραφή 1805 Διά χειρός παϊσίου ιερομονάχου του βούτου. Τελευταία στην αναφορά μου στα ζωγραφικά έργα της Παναγούλας, άφησα τις δύο εικόνες που θεωρώ ότι είναι και οι πιο σημαντικές σωζόμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες στο Μπανάτο.
Η πρώτη είναι η λιτανευομένη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας στον τύπο της Οδηγήτριας, καλυμμένη με ασημένιο πάμφυλλο και τοποθετημένη σε ξυλόγλυπτη επιχρυσωμένη καθέδρα του 19ου αι. . Παρόλο που η εικόνα δεν έχει συντηρηθεί ούτος ώστε να μας αποκαλύψει τα μυστικά της, κάτω από την αργυρή επένδυση, που θα πρέπει να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 18ου αι. , στην πίσω ζωγραφισμένη με φυτική διακόσμηση και σταυρό όψη, πάνω στο τρέσο υπάρχει η επιγραφή 1742. ΧΕΙΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΕΡΓΗ. Εξετάζοντας υφολογικά και χρωματικά, παρά το ότι επαναλαμβάνω η εικόνα είναι ασυντήρητη, τα ακάλυπτα ζωγραφικά μέρη και την υπογραφή, θεωρώ ότι θα πρέπει να αποδοθεί στον πιο σημαντικό αγιογράφο του α΄ μισού του 18ου αι. ως γνήσιο δημιούργημά του. Αυτό βέβαια θα το αποδείξει η περαιτέρω επιστημονική έρευνα και συντήρηση του έργου.
Η δεύτερη εικόνα καλυμμένη κι αυτή με παλαιό ασημένιο πάμφυλλο, είναι και η αρχαιότερη του Μπανάτου. Βρισκόταν φυλαγμένη από τον εφημέριο και κατά την καταγραφή επισημάνθηκε η παλαιότητα και σημαντικότητά της. Αμέσως, συντηρήθηκε στο εργαστήριο της Μητροπόλεως Ζακύνθου από τους αδελφούς Θεοδόση. Καθαρίσθηκε από το βερνίκι και το μαύρο παχύ στρώμα σκόνης που την κάλυπτε, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που είχαν επιφέρει αρκετές απώλειες στο ξύλο, έγιναν οι απαραίτητες στερεώσεις, για να αποκαλυφθεί η μορφή της Παναγίας στον τύπο της Οδηγήτριας με την επονομασία ΕΛΕΟΥCΑ. Κρατεί με το αριστερό χέρι το παιδί Ιησού, γέρνοντας ελαφριά προς το μέρος του, βυθίζοντας το βλέμμα της πέρα από τον προσκυνητή, ενώ φέρει το δεξιό χέρι μπροστά στο στήθος της δείχνοντας προς το μέρος του Ιησού. Ο Χριστός κάθεται με όρθιο κορμό, στρέφει το πρόσωπο προς τη μητέρα του και ευλογεί με το δεξί χέρι ενώ με το αριστερό κρατεί κλειστό ειλητάριο ακουμπισμένο στο γόνατό του. Ο βαθυκύανος πλουμισμένος με αστέρια χιτώνας που φορεί, ίδιο χρώμα με τον χιτώνα και τον κεφαλόδεσμο της Παναγίας, η τοποθέτηση της παράστασης μπροστά από χρωματικές λωρίδες καφέ χρώματος, αποχρώσεων του γαλάζιου και του άσπρου για να δηλωθεί το φυσικό τοπίο, το σχέδιο του στικτού φωτοστέφανου και των δύο μορφών, φανερώνουν επιδράσεις της ιταλικής τέχνης σε εικόνα που ακολουθεί κρητικά πρότυπα. Χρονολογικά θα μπορούσε να τοποθετηθεί με επιφύλαξη, διότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, καθώς σε υπέρυθρες λήψεις υπάρχουν ενδείξεις για επί μέρους επιζωγραφήσεις στα πρόσωπα, στην περίοδο των πρώτων αναφορών για το ναό, δηλαδή τον 16ο αι. .
Στα ελάχιστα αργυρόγλυπτα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον θα πρέπει να επισημάνουμε δύο άγια Ποτήρια, μια ασημένια με μερική επιχρύσωση λαβίδα, το παλαιό θυμιατό, οι επενδύσεις του τυπωμένου στη Βενετία το έτος 1768 Ευαγγελίου, τα αργυρά πάμφυλλα των δύο λιτανευτικών εικόνων της Παναγίας, καθώς και τα τέσσερα καντήλια του τέμπλου, χρονολογούμενα όλα τον 18ο αι. . Σε δύο καντήλια από αυτά υπάρχει η χρονολογία 1751 και η επιγραφή ΤΙC ΠΑΝΑΓΟΥΛΑC ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΤΟ.
Αξιοσημείωτα είναι και τα τέσσερα αντιμήνσια που φυλάσσονται στο ναό. Δύο από αυτά είναι ζωγραφισμένα σε λινό ύφασμα με απεικονίσεις του νεκρού σώματος του Χριστού στον τάφο και τους Ευαγγελιστές στις τέσσερις γωνίες, χρονολογούμενα το πρώτο το έτος 1808 και το δεύτερο χωρίς χρονολογία, επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας - Ζακύνθου Ιωαννίκιου Αννίνου (1783-1817).
Τα δύο άλλα είναι τυπωμένες σε ύφασμα χαλκογραφίες με απεικονίσεις του επιτάφιου θρήνου και τη ζωή του Χριστού. Η παλαιότερη έχει χαραχθεί από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο στις Καρυές του Αγίου Όρους το έτος 1842 και καθιερωθεί επί Μητροπολίτου Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη το 1846. Υφολογικά ανήκει στα αγιορείτικα εργαστήρια χαρακτικής, με απλοϊκή τεχνοτροπία, λιτή και λίγο άκαμπτη. Του ίδιου χαράκτη στη Ζάκυνθο εντοπίζονται και άλλα αντιμήνσια. Το νεώτερο έχει χαραχθεί από τον ιεροδιάκονο Γεώργιο Στεφανόπουλο στις αρχές του 20ου αι. επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου (διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος τα έτη 1902 - 1917 και 1920 - 1922).
Τα τελευταία χρονιά στο ναό της Παναγούλας, χάρη στις προσπάθειες του εφημερίου π. Παναγιώτη Καποδίστρια, των κατά καιρούς εκκλησιαστικών Συμβουλίων και βεβαίως την αρωγή των ενοριτών και απανταχού μπανατιωτών, καταβάλλεται προσπάθεια να ολοκληρωθεί ο εσωτερικός καλλιτεχνικός διάκοσμος του κυρίως ναού. Ο βόρειος και νότιος τοίχος, αφού καλύφθηκαν με ξύλινες σανίδες στις οποίες προσαρτήθηκε ξυλόγλυπτος διάκοσμος, έργο των αδελφών Διονυσίου και Γεωργίου Τσουκαλά, συναφής υφολογικά με την περίοδο κατασκευής του τέμπλου και του γυναικωνίτη, στολίστηκαν παράλληλα με τις ελαιογραφίες του Φραγκόπουλου και με σύγχρονες του Νικολάου Μπιάζη. Ο κυρίως ναός συμπληρώθηκε εικονογραφικά από τον Διονύσιο Πάλμα, ενώ την περίοδο αυτήν ολοκληρώνεται η ζωγραφική και η επί μέρους επιχρύσωση της ξύλινης διακόσμησης της βορεινής πλευράς από τον ίδιο ζωγράφο.
Για τον δεύτερο ενοριακό ναό του Μπανάτου, αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης δεν υπάρχουν πολλές αρχειακές μαρτυρίες. Το 1706 αναφέρεται ότι οι νέοι Επίτροποι δεν παρέλαβαν κανένα βιβλίο του ναού, με αποτέλεσμα να γράψουν οι ίδιοι κάποια περιουσιακά στοιχεία[12]. Φαίνεται πως το κτίριο είτε με τους σεισμούς του 1893 είτε του 1912 υπέστη μεγάλη ζημιά και ανοικοδομήθηκε ή τουλάχιστον εσωτερικά στολίστηκε εξ αρχής με ξυλόγλυπτο και ζωγραφικό διάκοσμο. Μετά τους σεισμούς του 1953 επισκευάστηκε η τοιχοποιία του ναού και αντικαταστάθηκε το παλαιό καμπαναριό, που ήταν απλό και όχι πυργοειδές όπως σήμερα.
Το τέμπλο, τα ξύλινα σκαλίσματα των τοίχων του κυρίως ναού και του γυναικωνίτη θα πρέπει να τοποθετηθούν στις αρχές του 20ου αι. . Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία η εργασία του γυναικωνίτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1925 και 1935 από το Μαχαιραδιώτη μάστορα Αντώνιο Βόσσο ή Ντόμη και τον μπανατιώτη μαθητή του Τάση Καποδίστρια ή Καρκάνια[13]. Έργα του Ντόμη είναι ακόμη ο επιτάφιος και το τέμπλο[14], το οποίο χρυσώθηκε σύμφωνα με επιγραφή από τον Σπυρίδωνα και τον υιό του Αντώνιο Πανταζή. Ο τελευταίος επίσης, επιχρύσωσε και το ξυλόγλυπτο αρτοφόριο της Αγίας Τράπεζας το 1931.
Με την κατασκευή του υπάρχοντος τέμπλου, που αντικατέστησε παλαιότερο του 18ου αι. αν κρίνουμε από την τεχνοτροπία των βημοθύρων που διασώζονται με παραστάσεις δεομένων αγγέλων, θεωρήθηκε ότι οι παλαιές εικόνες θα έπρεπε να καλυφθούν με ζωγραφισμένους μουσαμάδες, οι απεικονίσεις των οποίων θα ταίριαζαν υφολογικά με το νέο εικονοστάσιο και το καλλιτεχνικό αισθητήριο της εποχής. Οι δεσποτικές εικόνες του Προδρόμου και του Χριστού καθώς και τα δύο βημόθυρα καλύφθηκαν[15] από ελαιογραφίες του Δημητρίου Ροπακά. Έργα του άγνωστου αυτού ζωγράφου έχω συναντήσει μόνον στην εκκλησία της Φανερωμένης στο Μπανάτο και σύμφωνα με μαρτυρία του εφημερίου υπάρχουν άλλα δύο στον Άγιο Νικόλαο των Καρκαναίων. Συγκεκριμένα, ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, οι Άγιοι Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος είναι δημιουργίες του Δ. Ροπακά, φτιαγμένες στη Ζάκυνθο το 1924, σύμφωνα με επιγραφές πάνω στα έργα και φυλάσσονται μετά την αφαίρεσή τους από τις αντίστοιχες παλαιές εικόνες στο γυναικωνίτη. Στον ίδιο καλλιτέχνη θα πρέπει να αποδοθούν η δεσποτική εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου και οι ελαιογραφίες των τεσσάρων θωρακίων του τέμπλου με τις μορφές του Προφήτη Συμεών και των Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου και Χρυσοστόμου.
Ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος ζωγράφισε για το ναό δώδεκα έργα. Συμπλήρωσε εικονογραφικά τη δεύτερη ζώνη του εικονοστασίου με τις απεικονίσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, του Ιησού και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σε φορητές εικόνες απεικόνισε τον Άγιο Χαράλαμπο με χρονολογία 1925, την Αγία Τριάδα, την Υπαπαντή, την Πεντηκοστή και καλλιτέχνησε ένα υφασμάτινο λάβαρο με την Παναγία Πλατυτέρα στη μια όψη και τα Εισόδια της Θεοτόκου με χρονολογία 1926 στην άλλη.
Αυτός όμως που κυριολεκτικά στόλισε την εκκλησία ζωγραφικά είναι ο Χρήστος Ρουσέας. Φιλοτέχνησε είκοσι επτά πίνακες[16], οι οποίοι τοποθετήθηκαν ο ένας στην πρόθεση και οι υπόλοιποι στον κυρίως ναό, σφραγίζοντας με το ύφος και τις χρωματικές του συνθέσεις τη ζωγραφική φυσιογνωμία του ναού. Αν και αχρονολόγητες θα πρέπει να τις εντάξουμε στην περίοδο που αναφερόμαστε τη δεκαετία δηλαδή 1925 - 1935.
Απαντάται ακόμη μια ελαιογραφική σύνθεση της μετάστασης της Θεοτόκου με την επιγραφή Δ. Σ. Πελεκάση (1)919 στην πίσω πλευρά της καθέδρας της Παναγίας. Ο Παναγιώτης Νίκας Πλαίσας συμφώνησε τον Ιανουάριο του 1931 με τον εφημέριο Χαράλαμπο Κοντονή και τους Επιτρόπους να αγιογραφήσει τέσσερις εικόνες προσκυνηταρίου αντί του ποσού των 3.000 δραχμών. Πρόκειται για τις μικρές εικόνες μπροστά από τις δεσποτικές του τέμπλου. Ακόμη τον Φεβρουάριο του 1933 συμφώνησε την αγιογράφηση του Αμνού, του ξύλινου ομοιώματος δηλαδή του τεθνεώτος Ιησού που τοποθετείται στον επιτάφιο, αντί του ποσού των 400 δραχμών[17].
Από τις παλαιότερες εικόνες του ναού, μαζί με τις ήδη αναφερθείσες του τέμπλου, είναι και η εικόνα της ΚΥΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ, όπως αναφέρει η επιγραφή στην αργυρή επένδυση. Πρόκειται για απεικόνιση της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο, βαστώντας με τα δυο χέρια της τον Χριστό, ο οποίος κρατεί κλειστό ειλητάριο και ευλογεί με το δεξί του χέρι, περιστοιχισμένη εκατέρωθεν από δύο σεβίζοντες αγγέλους.Το ασημένιο πάμφυλλο έχει τις επιγραφές, 1806 ΕΠΙΤΡΟΠΙ ΦΗΛΙΠΟΣ ΤΟΥΡΚΑΚΙC ΠΑΒΛΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟS ΤΖΙΟΡΤΖΙC ΔΡΟΝΓΓΙΤΙC ΧΡΗCΟΧΟΟS ΓΕΩΡΓΙΟS ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟS ΠΟΤΕ ΙΩΑΝΟΥ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΙCOY. Στα λιγοστά αργυρά του ναού οφείλουμε να αναφέρουμε και το παλαιό θυμιατό, που χρονολογείται στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. και τον δίσκο με την απεικόνιση της Οδηγήτριας στον ομφαλό του, ο οποίος παραγγέλθηκε στον Παντελή Τζίρο το 1862 αντί του ποσού των 78 τάλληρων δίστηλων[18]. Ο δίσκος έχει χαραγμένη τη χρονολογία 1863.
Συλλογή τεσσάρων αντιμήνσιων έχουμε και στο ναό της Φανερωμένης. Το ένα είναι ζωγραφισμένο με παραστάσεις της αποκαθήλωσης και των τεσσάρων Ευαγγελιστών, καθιερωμένο επί αρχιερατείας Διονυσίου Λάττα το 1835. Τα άλλα τρία είναι χαλκογραφίες τυπωμένες σε ύφασμα. Δύο είναι όμοια ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΩΑΣΤ ΧΕΙΡ ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, καθιερωμένο το ένα από αυτά το 1867 επί Μητροπολίτου Νικολάου Κοκκίνη και το τέταρτο καθιερώθηκε επί Διονυσίου Πλαίσα το 1911.
Ο ναός της Παναγίας της Φανερωμένης διαπιστώνει κανείς πως αποτελεί ένα αδιασάλευτο και ολοκληρωμένο δείγμα εσωτερικής καλλιτεχνικής διακόσμησης ναού της ζακυνθινής υπαίθρου των αρχών του 20ου αι. , πλημμυρισμένος από απαλές ζωγραφικές αποχρώσεις, βγαλμένες από τον χρωστήρα του Χρήστου Ρουσέα. Μόνη νεώτερη προσθήκη αποτελούν οι πρόσφατες τοιχογραφίες του ιερού Βήματος, έργα του Νικολάου Μπιάζη.
Για να καταστεί ακόμη πιο σαφής η αγάπη των κατοίκων του Μπανάτου προς τις ιερές στέγες και τα λατρευτικά τους εικονίσματα, σε όποιες εκκλησίες κι αν αυτά βρίσκονται, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα εγγράφου από το Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου[19], με χειρόγραφη αναφορά του ιερέα Ιωάννη Καποδίστρια και χρονολογία 28 Ιουνίου 1830, επιδί τον ιούνιον ευρέθι να φαμπρικαριστί ο θίος ναός τις υπεραγίας θεοτόκου ονόματι παναγούλα εις το άνοθεν χορίον ι επίτροπι του ιδίου ναού νικόλαος ροδίτις Γιάννις σαρκάδις εκουβάλισαν τιν αγίαν αυτού ικόνα εις τον ναόν τις βλαχέρενας που απαρθενέβι τις κλιρονομίας του ποτέ κιρίου ευγενίν κόμιτος Λορέντζου Μαρκάτι…τιν ιμέραν τον χριστουγένον εκουβάλισαν τιν αγίαν ικόνα ι αυτί επίτροπι εις τον ναόν τις ριθίσας υπεραγίας φανερωμένης όθεν έος τιν σίμερον ευρίσκετε χορίς κανένα βάρος τον αυτόν επιτρόπον διά τιν θείαν τις γιατρίαν… .
——————
[1] Στο σημερινό Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου σώζεται φάκελος με χειρόγραφα που αφορούν τους ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης στον φάκελο 7β2, υποφ.8 και 9.
[2] Βλ. Διονύσιος Λυκογιάννης, «Χριστιανικές επιγραφές των ιερών ναών της πόλης της Ζακύνθου», στον τιμ. τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 563-564.
[3] Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθηνά 1967, σ. 115.
[4] Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 8.
[5] Μάλλον εννοείται το οικοδομικό υλικό. Ο ναός φαίνεται πως γκρεμίστηκε, διότι αλλού αναφέρεται ότι οι Επίτροποι έχτισαν το 1845 μια κολόνα – προσκυνητάρι στη θέση της εκκλησίας.
[6] Γυναικωνίτης.
[7] Ξυλόγλυπτο ταβάνι ή ουρανία.
[8] Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ο. π. .
[9] Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, τ. Α΄, Αθήνα 1998, σ. 119.
[10] Ντίνος Κονόμος, ο.π.
[11] Ντίνος Κονόμος, ο.π.
[12] Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 9.
[13] π. Παναγιώτης Καποδίστριας, Σημειώματα εκκλησιαστικής ιστορίας από το Μπανάτο Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2003, σ. 26.
[14] π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο.π. .
[15] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφημερίου.
[16] Πρβλ. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο.π. , σ.σ. 19-26.
[17] Οι δύο αυτές μαρτυρίες προέρχονται από αδημοσίευτο χειρόγραφο παραγγελιών έργων του αγιογράφου, ευρισκόμενο σήμερα στην κατοχή ιδιώτη.
[18] Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 8, …ως προς το σημαντικότερον της προαποκτήσεως του σκεύους έτυχον τούτου παρά τω αργυροχώυ Παντελή Τζιρώ ποτέ Ιωάννου υποσχόμενου να κατασκευάση αυτός τον δίσκον τούτον επί πληρωμή τάλλαρα δύστυλου ενός και ημίσεως ανά πάσαν ογγιάν βαρους… .
[19] Βλ. Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ο.π. .
(Η ομιλία εκφωνήθηκε στις 11 Ιουλίου 2010, στον ιερό ναό Φανερωμένης Μπανάτου από τον γράφοντα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου